Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Έχω μια τίγρη μέσα μου



      Είναι στιγμές που τα υπάρχοντα ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο ξεπροβάλουν, έστω δειλά και στιγμιαία, μέσα από τη λήθη και την αμεριμνησία που κυριαρχούν στον καθημερινό μας βίο. Λήθη που εκούσια εγκαταλείπει στην αφάνεια την κριτική διάκριση του αληθούς από το ψευδές και αμεριμνησία για τις επιλογές της επιπόλαιης και αδιάφορης ζωής μας. Κάπου εκεί, μέσα στο σκοτάδι και στη σύγχυση της καθημερινότητας, μια αστραπή φωτός φανερώνει στα μάτια μου την τίγρη που έχω μέσα μου και πρέπει να παλέψω. Πιο δύσκολη μάχη σε τούτη τη ζωή νομίζω δεν υπάρχει. Να τα βάλω με τον εχθρό που φωλιάζει στο μυαλό και στη καρδιά μου και να νικήσω…
         Στη ζωή του Έλληνα η βιωματική εμπειρία οικοδόμησε δυο ισχυρά προπύργια. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ως αποκορύφωμα της προσφοράς του στον άνθρωπο προσέφερε την κριτική σκέψη, τον ένα πύργο. Την ικανότητα του ανθρώπου δηλαδή να ξεχωρίζει το αληθές από το ψευδές, το όμορφο από το άσχημο, το σωστό από το λάθος, το σημαντικό από το ασήμαντο. Στα χρόνια του χριστιανισμού η ορθόδοξη προοπτική αποκάλυψε στον άνθρωπο δια της πίστεως την δυνατότητα της ελευθερίας, τον δεύτερο πύργο, πέρα από κάθε προκαθορισμό και ανάγκη. Μιας ελευθερίας που ως μόνη προϋπόθεση έχει την αταλάντευτη απόφαση απαλλαγής από κάθε ενδεχόμενο περιορισμού, απ’ όπου κι αν προέρχεται αυτό. Κι η ελευθερία αυτή κινδυνεύει κάθε στιγμή να καταλυθεί από την τίγρη που έχω μέσα μου και λέγεται εγώ. Αυτό το «ακόλαστον και ανελεύθερον και άσχημον» εγώ που με μανία καθημερινά επιχειρεί να καταδυναστεύσει κάθε τι που μοιάζει όμορφο, ενάρετο, αθάνατο. 



         Στο μυαλό και στην καρδιά λοιπόν, στα μαρμαρένια αλώνια της ύπαρξης του ανθρώπου δίνεται καθημερινά η πιο λυσσαλέα μάχη. Μάχη αδιάκοπη με έναν εχθρό καλά κρυμμένο πίσω από σκέψεις και συναισθήματα, ικανό να καταστρέψει ολάκερη τη ζωή αν δεν πιάσουμε σπαθί κι αν δεν μάθουμε την τέχνη του πολέμου. Στην «αμεριμνησία της καταναλωτικής ευζωίας» όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Χρήστος Γιανναράς, η χαρά του πολέμου με τον ίδιο μας τον εαυτό είναι μια έκπληξη ικανή να αλλάξει το ρου της προσωπικής μας ιστορίας όπως το ρου της παγκόσμιας ιστορίας άλλαξαν μάχες σαν αυτή των Θερμοπυλών. Στις Θερμοπύλες την ιστορία δεν την έγραψαν οι νικητές αλλά οι μέχρι ενός πεσόντες Λακεδαιμόνιοι κι αυτό γιατί κληρονόμησαν στην ανθρωπότητα τη σημασία της αντίστασης.
         Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν πάλεψα αρκετά. Αν δοκίμασα τις αντοχές μου στα όρια της ανθρώπινης φύσεως αντιστεκόμενος στον ίδιο μου τον εαυτό που είναι ιδιοτελής, εγωκεντρικός, ηδυπαθείς, φίλαυτος. Αν εξάσκησα την ικανότητα του μυαλού μου στην κριτική σκέψη εντοπίζοντας και ξεριζώνοντας κάθε τι πρόσκαιρο και ασήμαντο. Αν παραχώρησα στον συνάνθρωπο μου την ευκαιρία να μου μιλήσει. Αν διαπιστώνοντας το λάθος περπάτησα μέχρι την μετάνοια. Αν ξεδιάλυνα στα μάτια μου την αξία της σιωπής από το δικαίωμα να υπερασπιστώ άσκοπα το φαύλο και «παντογνώστη» εαυτό μου. Αν δάκρυσα αρκετά για όσα έπρεπε να προσφέρω και δεν πρόσφερα στον διπλανό μου. Αν ντράπηκα ουσιαστικά για τον κήπο που δεν φύτεψα στην έρημο της καρδιάς μου. Αν τελικά μάτωσα έστω μια φορά σε μια μάχη που ίσως δεν έδωσα ποτέ πραγματικά …
         Ανησυχώ στην πιθανότητα να περάσουν τα χρόνια και κοντά στο τέλος να βρω τον εαυτό μου παραιτημένο από κάθε προσπάθεια. Να διαπιστώσω πως τόσα χρόνια δεν έμαθα την τέχνη του πολέμου κι έμεινα ανελεύθερος ολάκερη ζωή. Κι η τίγρη νίκησε σε κάθε μικρή η μεγάλη μάχη, κρύφτηκε πίσω από σκέψεις γεμάτες ψεύτικα ελαφρυντικά και ανύπαρκτες δικαιολογίες, φόρεσε τη στολή του δικαιώματος και του θέλω και κατασπάραξε κάθε πιθανότητα ελευθερίας. Ούτε στα απλά δεν τα κατάφερα. Να τρομάξω; Όχι, απλά ήρθε η ώρα να σηκωθώ. Η μάχη με την τίγρη μέσα μου δεν έχει τέλος. Κάθε που θα μοιάζει να έχει κοπάσει ο πόλεμος θα είναι σαν την σιωπή πριν τη μπόρα. Και κάθε νίκη θα σημαίνει και μια κατάκτηση αρετής. Υπομονή, επιμονή, διάκριση, ευθυκρισία, αγάπη, ταπείνωση, ελεημοσύνη, δικαιοσύνη, πίστη, εγκράτεια, χαρά, ελπίδα.
         Όσο δίπλα μου παρακολουθώ ζωντανούς που έχουν ήδη πεθάνει τόσο φουντώνει μέσα μου η θέληση για ζωή. Κι όσο τα χέρια μου ματώνουν στο πάλεμα τόσο θυμάμαι τη μάνα μου που όταν μάτωνα μικρός μου έλεγε «άστο να τρέξει, το ζουρλό αίμα είναι και πρέπει να φύγει». Στην πάλη εντός μου το αίμα που τρέχει είναι ο εγωισμός που ακόμα αντιστέκεται...

Ευάγγελος Θεοδώρου  
δημοσιεύτηκε στο apela.gr, 21.9.2012

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Ξένιος λόγος



      Κάπου άκουσα πως η ζωή είναι ταξίδι μοναχικό. Εγώ θα πω - σαν μου το έλεγε ψυχή ματωμένη στο Μαρμαρένιο Αλώνι της - πως η ζωή είναι ταξίδι «σε σχέση με». Σ’ αυτό το πάλεμα της σχέσης, το προσωπικό μου ιστολόγιο γίνεται τόπος συναναστροφής με τους συν-ανθρώπους μου. Κι έτσι με πολύ χαρά φιλοξενώ σήμερα εδώ τη γραφή ενός φίλου παιδικού. Δεν είναι μόνο η παιδική φιλία λόγος της ανάρτησης. Κριτήριο ιερό είναι το διάλεγμα της ίδιας ανηφόρας που ζητάει μέσα από το λόγο, να αληθεύσει μαζί και η ζωή. Ο Πεποικιλμένος λόγος δε ζητά να περιπλέξει τη ζωή, μοναχά να ανιχνεύσει το κάλλος της στο μπόι που του αναλογεί, κι ας είναι και μικρό…



Από μια ανατολή στο Παράδεισο


Με μια ανατολή σα πρωινό καφέ
άνοιξες τα μάτια σήμερα.
Τα βλέφαρα βαρυά,
σχήματα οξύμωρα,
που προσπαθούν να σε πείσουν πως ξυπνάς,
και ας κοιμάσαι ακόμα.

Πρώτα ανοίγεις το παράθυρο,
να μπει η δροσιά απ τα τσιμέντα,
κι ύστερα από νωρίς σκέφτεσαι το αύριο,
που πάλι θα ξυπνήσεις στα ίδια,
μα ίσως και χειρότερα.

Κρυφτό σου παίζει ο ήλιος,
με τις τσιμεντοκορφές και τα σύννεφα,
να τον κοιτάξεις στα μάτια θες,
να μείνει το άσπρο φως για πάντα στη ψυχή σου.

Αυτό ίσως τελικά αναζητάς απ όλη τη ζωή σου,
το λευκό φως της καθαρότητας,
της αγνότητας το ξάστερο στεφάνι,
να σ οδηγήσει ως την αιωνιότητα,
απ το χεράκι, στου Παράδεισου τη πόρτα.

Λακωνικός

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Στη διαστολή του χρόνου


         Ξημερώματα Τετάρτης η ώρα τέσσερις το πρωί στην Αγία Αικατερίνη, στην έρημο της Σιναϊτικής χερσονήσου, ο αέρας φυσούσε πρωτόγονα. Μια βουή απόκοσμη βροντούσε το Μεγάλο Κάστρο στην ολόφωτη νύχτα της ερήμου. Κίνησα να κατέβω στο καθολικό, το κρύο βαρύ, τα βουνά ένα γύρω χιονισμένα. Στα μισά του φεγγαριού η σκιά του όρους Χωρίβ άπλωνε το πέπλο του απάνω στο χιλιόχρονο μοναστήρι, θυμίζοντας τα λόγια του Θεού στον Μωυσή σαν τόλμησε να πατήσει τούτο το βουνό. «…μη εγγίσεις ώδε. λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου. ο γαρ τόπος, εν ω συ έστηκας γη αγία εστί…»
         Μέσα στο καθολικό η ακολουθία είχε ήδη ξεκινήσει. Ο π. Ευστάθιος διάβαζε το Μεσονυκτικό, ο π. Ιουστίνος ο βιβλιοφύλακας εκτελούσε χρέη εφημερίου της εβδομάδας. Απόκοσμη η μορφή τούτου του ξερακιανού ψιλόλιγνου παπά, θαρρείς πως ξετρύπωσε μαζί με τα χειρόγραφα του ’75 και βρήκε ευκαιρία να ξαναδεί τον κόσμο. Μοναδικό φως αυτό των καντηλιών, τίποτα δεν άλλαξε εδώ μέσα αιώνες τώρα. Κάθε που κάνει απόλυση, η μορφή του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας των κτητόρων ζωντανεύει ξανά. «…χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου, Κύριε, ως ημέρα η εχθές, ήτις διήλθε…».


         Μέχρι τα μέσα του όρθρου στο δεξί αναλόγιο ψάλλει ο υπέργηρος π. Ευμένιος - από το 1955 στο μοναστήρι, αριστερά ο π. Παύλος. Μορφές ασκητικές, φωνές κατανυκτικές, ψάλσιμο βιωματικό. Μουσικά ξέρουν και οι δυό, μα πάνε χρόνια που άνοιξαν παρτιτούρα τελευταία φορά. Ποιος νοιάζεται όμως; Η ψαλτική τέχνη υπηρετεί τον λόγο, και αυτός με τη σειρά του την δυνατότητα του ανθρώπου να συναντήσει τον Θεό, και εδώ μέσα η απόσταση μικραίνει. Πιο μεγαλειώδες ψάλσιμο από αυτό δεν έχω ακούσει… Τα τροπάρια μεθέορτα της εορτής της Βαπτίσεως, τότες που ο Θεός παρουσιάστηκε στους ανθρώπους στον Ιορδάνη ποταμό, λιγάκι βορειότερα από εδώ. Πώς να περιγράψει κανείς τις στιγμές, πώς να καταγράψει τις εκφράσεις των αισθήσεων που μακριά από πρόχειρους συναισθηματισμούς και ρομαντικές αφηγήσεις συναντούν το Πνεύμα του Θεού στις εικόνες, στ’ αγιοκέρια, στις νότες και στον λόγο. Τον πανάρχαιο εκείνο ποιητικό λόγο της εκκλησιαστικής υμνογραφίας να τραγουδάει τη δόξα του Θεού.

«Όσοι παλαιόν εκλελύμεθα βρόχων
βορών λεόντων συντεθλασμένον μύλας
αγαλλιώμεν και πλατύνομεν στόμα
λόγων πλέκοντες εκ λόγων μελωδίας
ω των προς ημάς ήδεται δωρημάτων».

         Λόγος μουσικός, μονάχος του ικανός να διαβεί το κατώφλι του χρόνου και να περπατήσει έξω από αυτόν. Αυτό τον λόγο υπηρέτησαν με την λιτή τέχνη τους οι μεγάλοι συνθέτες της Βυζαντινής μουσικής. Και η ακολουθία συνεχίζεται λιτά και μεγαλόπρεπα όπως συμβαίνει εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια στη μοναδική ορθόδοξη εκκλησία που λειτουργιέται καθημερινά, ασταμάτητα, άχρονα μέσα σε χρόνο όμως ιστορικό ποτισμένο ψαλμωδίες, αγιαστούρες και λιβάνια καλογερικά.
         Με τον Λαμπαδάριο Πέτρο συναντηθήκαμε στη λειτουργία. Με βάλανε στο δεξί αναλόγιο, αριστερά έψαλλε ο π. Θεόδουλος. «Τόπο στα νιάτα» έλεγε και ξανάλεγε ο τυπικάρης π. Ευμένιος. Στο αναλόγιο υπάρχει η συλλογή του Πρωγάκη και μερικά λειτουργικά βιβλία. Καθημερινή, ο ήχος τέταρτος, ο Πέτρος συνθέτης που υπηρετεί και τις πρακτικές ανάγκες της ακολουθίας. Σαν ξεκίνησε το χερουβικό σε ήχο άγια κόπιασαν στο ψαλτήρι και άλλοι που κρυβόντουσαν στα σκοτάδια του ναού. Ο π. Ιωάσαφ, ο π. Θεόφιλος, ο π. Πρόδρομος ο Κωστής και ο π. Θεόδουλος, που έκανε χρέη λαμπαδάριου. Όλοι μαζί εικονίζοντες τα χερουβίμ προσάδουμε τον τρισάγιο ύμνο, χωρίς ακρότητες, μεγαλοστομίες και υπερβάσεις. Πως αλλιώς να υποδεχθεί κανείς ολάκερο Θεό που σε λίγο θα περάσει μπροστά μας;
         Κι η λειτουργία προχωρούσε ακροβατώντας μεταξύ φύσης και μεταφυσικής. Στο Κοινωνικό ο κυρ Πέτρος συνθέτει, όλοι μαζί ψάλλουμε «Ποτήριον σωτηρίου λείψομαι…» Ο παπάς έκανε απόλυση, πήραμε αντίδωρο, ήπιαμε καφέ, αποσυρθήκαμε ο καθένας στα ίδια. Ανεβαίνοντας στη βιβλιοθήκη, αντικρίζοντας τα κατακόρυφα βουνά, συλλογιόμουν πως αν ο Σωσιγένης βρισκόταν σε τούτο τον τόπο δε θα αποφάσιζε να διαιρέσει το χρόνο κατα πως τον ξέρουμε κι εμείς σήμερα...


Ευάγγελος Θεοδώρου
δημοσιεύτηκε στο lampadariospetros, 27.1.2013

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Στο δρόμο της Ελευθερίας


    Έρχονται ώρες, που τα λόγια αδυνατούν να κοινωνήσουν την εμπειρία ή τα συναισθήματα των ανθρώπων όταν πρόκειται να μιλήσει κανείς για πράγματα μεγάλα και σπουδαία. Και αν στα αυτιά των ξένων η Κατασκήνωση της Ιεράς Μητροπόλεως μας φαντάζει μικρή, για εμάς που την βιώνουμε εμπειρικά η Κατασκήνωση είναι μια μικρογραφία της Εκκλησίας έτσι ακριβώς όπως την περιέγραψε ο Χριστός. «Όπου εισίν δύο ή τρις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί εγώ ειμί εν μέσω αυτών».
         Δεκαεννέα χρόνια στην αετοφωλιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά της Ταϋγέτης, για σαράντα ημέρες χωρισμένες σε τέσσερα δεκαήμερα διεξάγεται μια πραγματική μάχη κόντρα στο ρεύμα και τις προτάσεις της νέας εποχής για χάρη των παιδιών της Μητροπολιτικής μας περιφέρειας, της Λακωνίας ολόκληρης, ακόμα και έξω από αυτήν. Δεκαεννέα χρόνια, χιλιάδες νέοι και νέες φιλοξενήθηκαν στις εγκαταστάσεις των Κατασκηνώσεων, χιλιάδες νέοι και νέες φιλοξένησαν στις καρδιές τους τον αιώνιο Επισκέπτη «προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει» την προσωπική τους Πεντηκοστή. Κι όταν ο Παράκλητος επισκέπτεται τις καρδιές τους, όταν η προοπτική της Ελευθερίας αποκαλύπτεται ως ενδεχόμενο πραγματικό εμπρός τους, τότε είναι που μοιάζουν τα μάτια των παιδιών σαν την θάλασσα που καθρεφτίζει το φως του ήλιου την αυγή έτσι όπως ολόφωτος ανατέλλει στον κόσμο.
         Ζήτησε κάποια στιγμή ο Σεβασμιώτατος από τους Κατασκηνωτές με δυο λέξεις να περιγράψουν την κατασκηνωτική εμπειρία τους για να εισπράξει μιαν απάντηση από τον Νίκο Σ. που έκανε τα μάτια του να βουρκώσουν και την καρδιά του να βεβαιωθεί πως οι κόποι και οι αγωνίες, οι προσευχές και τα δάκρυα του, πιάνουν τόπο ιερό γιατί ιερός είναι ο τόπος της καρδιάς των παιδιών. «Δεν γίνεται Σεβασμιώτατε μέσα σε ένα κείμενο λίγων λέξεων να περιγράψουμε δέκα ημέρες οι οποίες μας έδειξαν ότι το υπόλοιπο καλοκαίρι περνάει ανούσια…»
         Και πώς να μην είναι έτσι; Δέκα ημέρες γεμάτες από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ με παιχνίδι. Ατελείωτο παιχνίδι στα γήπεδα (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ), στο δάσος νύχτα και ημέρα με αμιγώς κατασκηνωτικά παιχνίδια (παιχνίδι του δάσους, κρυμμένα αστεράκια, κρυμμένος ομαδάρχης), στον χώρο των κατασκηνώσεων (κρυμμένος θησαυρός, παιχνίδι των σταθμών), στην τραπεζαρία (παιχνίδι των γνώσεων, επιτραπέζια παιχνίδια ομαδικά και ατομικά), στην αυλή (ρακέτες, στεφάνια, σκυταλοδρομίες, μουσικές καρέκλες, καρπούζια, αλεύρια) και τόσα άλλα αυτοσχέδια παιχνίδια.
         Δέκα ημέρες αφτιασίδωτης και πηγαίας ψυχαγωγίας με τραγούδια και χορούς, αυτοσχέδια στιχάκια, κραυγές και συνθήματα, μικρές ορχήστρες και θεατρικές ομάδες, ανέκδοτα κι αστεία. Τα πρόσωπα των παιδιών λάμπουν κι είναι χαρακτηριστικές οι εκφράσεις απορίας ακόμα και των γονιών τους όταν μας επισκέπτονται, όταν διαπιστώνουν την ζωντάνια των παιδιών τους, την ατέρμονη διάθεση τους να ζήσουν κάθε στιγμή αυτής της εμπειρίας.
         Δέκα ημέρες καθημερινής συνάντησης με την αλήθεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα από τη μελέτη της Αγίας Γραφής στην πηγή δίπλα από το παλιομονάστηρο της Ζωοδόχου Πηγής, τους βίους των Αγίων στην Ώρα Κατασκήνωσης. Μέσα από την συζήτηση με τον ιερέα και πνευματικό μας, τον Αρχηγό ή τον ομαδάρχη, την εξομολόγηση, τη Θεία Κοινωνία από τα χέρια του Σεβασμιωτάτου μας.
         Δέκα ημέρες προσευχής μικρής χρονικά, αλλά ικανής να επιτρέψει σε όλους μας το ταξίδι για την συνάντηση με Εκείνον. «Κάποιος είπε πως ταξίδι είναι μόνο η προσευχή, καρδιά μου να σαι ζωντανή» λέει ένα πολύ όμορφο τραγούδι. Αυτό το ταξίδι γινόταν κάθε πρωί στο παλιομονάστηρο της Παναγιάς κι είναι απορίας άξιο πως παιδιά που αρχικά δεν μπορούσαν να διαβάσουν καλά – καλά την αρχαία ελληνική των εκκλησιαστικών κειμένων σε λίγες ημέρες να ψάλλουν επιδέξια «Ο ναός σου Θεοτόκε ανεδείχθη παράδεισος…». Προσευχή κάθε πριν το φαγητό, στο απόδειπνο όταν όλοι μαζί μέσα στο σκοτάδι του ναού του Προφήτη Ηλία – πολιούχου της Κατασκήνωσης μας – ψάλλαμε «Την ωραιότητα της Παρθενίας σου» χωρίς βιβλία, χωρίς κάποιος να το δίδαξε, έτσι απλά. Κι όταν λίγο πριν το «δι’ ευχών» ο ιερέας μας προέτρεπε σε «ένα λεπτό ατομικής προσευχής» τα μάτια έκλειναν και το ταξίδι γινόταν ατομικό, η συνάντηση με τον Κάλλει Ωραίο προσωπική, η Ρωμαίικη Ελευθερία γινόταν ζωή…
        Σε καιρούς αλλόκοτους, σε μέρες παράξενες, σε εποχές αφιλίας και εγωκεντρισμού οι Κατασκηνώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως μας, δι’ ευχών και κόπων του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Ευσταθίου, πρότειναν και πάλι ένα ταξίδι συνάντησης των προσώπων, μια ζωή αγάπης που αναζητά να αληθεύσει μέσα από τη σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ένα ταξίδι ανάβασης στον δύσκολο μα ευλογημένο δρόμο της Ελευθερίας. Ακολουθήσαμε το δρόμο - όπως θα έλεγε και ο Διονύσιος Σολωμός - ίσα καταπάνω στην κόψη του σπαθιού, ανεβήκαμε τα σκαλιά αναζητώντας την Αλήθεια που οδηγεί στην Ελευθερία όπως ο Κύριος το είπε: «Γνώσεσθαι την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει ημάς». Σε έναν κόσμο που ο καθένας μπορεί κυριολεκτικά να κάνει ότι θέλει, η πραγματική Ελευθερία δυστυχώς παραμένει ακόμα ζητούμενο…


Ευάγγελος Θεοδώρου
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Όσιος Νίκων, τ. Ιουλ-Αυγ-Σεπ 2013