Εξαρτάται πάντοτε από τον θεατή ο
τρόπος που βλέπει και αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Ο κόσμος των υπαρκτών μπορεί
να φαντάζει στα μάτια του ανθρώπου άλλοτε κόσμος – κόσμημα, κι άλλοτε εχθρός
που πολεμάει την ίδια τη ζωή του. Κι είναι οι καταβολές εκείνες του ανθρώπου
που ορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο της μετοχής του στο γίγνεσθαι του κόσμου
μα και στον τρόπο που κοιτάζει την κτίση, τον καιρό του και τους συνανθρώπους
του. Στα χρόνια της πιο βαθιάς και πιο πλατιάς κρίσης που γνώρισε ο ελληνικός
κόσμος, ξάφνου βρεθήκαμε στο υπόγειο να κοιτάμε τον κόσμο από χαμηλά. Άραγε
μας κόψαν τα φτερά ή με λάθος τρόπο μάθανε τα μάτια να κοιτούνε;
Ο ελληνικός κόσμος στο διάβα της
μακραίωνης ιστορίας του γνώρισε ασφαλώς και τις δύο εκδοχές, οικονομική άνθιση
και μαρασμό. Με ένα παράξενο όμως τρόπο εξακολουθούσε να κοιτά παρόμοια τον
κόσμο. Κι αυτό, γιατί απαντούσε στα κυρίαρχα ερωτήματα για τη ζωή και το
θάνατο, για τη χαρά και τη λύπη, για την αγάπη και τη φιλία, για τη φτώχεια και
τον πλούτο, κάπως αλλιώς από ότι μάθαμε σήμερα εμείς να απαντούμε.
Σπεύδω να πω, πως πάντοτε στις
κοινωνίες μας αποτυπώνονταν οικονομικές ανισότητες στη διαστρωμάτωση του
πληθυσμού, με εξαίρεση ίσως την Λυκούργεια Σπαρτιατική κοινωνία ή της
μοναστικές κοινότητες του χριστιανικού κόσμου. Παρόλα αυτά, η φτώχεια γεννούσε
επανάσταση μα δε γεννούσε μίσος. Η φτώχεια γεννούσε θλίψη μα είχε δίδυμη αδερφή
τη χαρά. Η φτώχεια γινόταν ευκαιρία συνάντησης με τον αδερφό, φίλιωνε τις
έχθριτες, γειτόνευε τις διαφορές, τα χωρισμένα τα ‘φερνε μαζί να περπατούνε.
Αν ακούσει κανείς τραγούδια περασμένων
δεκαετιών θα διαπιστώσει πως κάπως αλλιώς αντιμετώπιζε ο κόσμος την έλλειψη
χρημάτων. Η απουσία τους δεν περιόριζε την μετοχή στη χαρά, δεν προσδιόριζε το
μέτρο της αγάπης, δεν απαγόρευε την δημιουργία. Ο καλλιτέχνης που σκάρωσε τα
στιχάκια στο περίφημο τραγούδι «Το τραμ
το τελευταίο» μας χάρισε μια φωτογραφία ανεκτίμητη. Φτώχεια μεγάλη πράγματι εκείνα τα χρόνια, η απόσταση αυτών με
το τραμ κι αυτών με τις «ταξάρες»
μεγάλη. Κι όμως, η φτώχεια έκανε τέχνη, σάρκαζε με στίχους την εποχή, κοιτούσε
από κάτω προς τα πάνω όχι με οργή αλλά με χαμόγελο, όχι με απαισιοδοξία αλλά με
ψυχαγωγία. Και το δάκρυ μπλεκόταν με το γέλιο κι όλο μαζί έκανε τις σχέσεις των
ανθρώπων να κοινωνούνται στα τραγούδια, στις εκδρομές, στις βόλτες, στα λίγα που
μοιράζονταν όλοι...
Αν επιχειρήσουμε μια συνολική θέαση
του πολιτισμού - όπου πολιτισμός είναι ο κυρίαρχος τρόπος του βίου μιας
κοινωνίας - στο διάβα της ελληνικής ιστορίας, θα διαπιστώσουμε πως σε τίποτε
δεν υστέρησαν δημιουργικά εποχές πραγματικής φτώχειας και εξαθλίωσης. Γράφει ο
Οδυσσέας Ελύτης «… ακόμη και κάτω από τις
πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας λαός στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το
πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι το χράμι όλα τους αποπνέανε μιαν
αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων…» (Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά, Εκδόσεις Ίκαρος, 1990).
Η φτώχεια αντίθετα σήμερα γεννά
ρατσισμό, φθόνο, φονικά, κλοπές, μίση, διαφορές ανυπέρβλητες, αποστάσεις
αγεφύρωτες, σκοτάδια δίχως φως τριγύρω να φωτίζει. Όταν ρωτώ γιατί, καταλήγω
στην ίδια απλή απάντηση. Μας λείπει ο Θεός. Δεν εκβιάζω αβίαστα συμπεράσματα,
ούτε αναζητώ εύκολες και γενικόλογες απαντήσεις. Μοναχά περιδιαβαίνω γρήγορα την
ιστορία της ανθρωπότητας και ρίχνω μια ματιά στα περασμένα. Καμία κοινωνία,
κανένας πολιτισμός, κανένα πρόσωπο δεν ξεπέρασε τον υπαρκτικό τον περιορισμό
χωρίς την μεταφυσική συνάντηση του με το Θεό. Χωρίς Θεό από όπου και να
κοιτάξει κανείς, το τέλος δείχνει κοντινό. Στα χρόνια που ολάκερη η κοινωνία
κοιτάει από χαμηλά η αποφυγή του τέλους μπορεί να έχει μόνο μεταφυσικές
προσδοκίες…
Ευάγγελος Θεοδώρου
Δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό Όσιος Νίκων, Ιαν-Φεβ-Μαρ, 2013