Μας είπε, «Σφαλίστε τα μάτια και
κοιμηθείτε». Κοιμηθήκαμε λοιπόν ώρες πολλές, δε ξέρω πόσες, μα πολλές. Μες
στον ύπνο τον βαθύ, ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων από την ανάποδη -όπως τον
ακούει ο δύτης σαν ανεβαίνει απ’ το βυθό- μας είπε, «Ξυπνήστε, ελάτε, ανοίξτε τα μάτια σας». Αντίκρυ, στο αχνό του ορίζοντα, το γαλάζιο τ’ ουρανού αγκαλιαζόταν με μιαν απόχρωση του κόκκινου. Δεν είμαι καλός να διακρίνω τις λεπτές αποχρώσεις των χρωμάτων, παρά μόνο σαν τις αισθανθώ μπορώ να ξεχωρίσω.
Ξυπνήσαμε όλοι, άλλος αργά άλλος μονομιάς. Κι ύστερα, μας έθεσε το μεγάλο εκείνο ερώτημα: «Πείτε
μου, ο ήλιος βασίλεψε ή περιμένουμε ανατολή;»
Άκουσα λογιών - λογιών
απαντήσεις. Άλλες αυθόρμητες, άλλες διστακτικές, άλλες με σιγουριά, άλλες αβέβαιες. Είδα πολλούς να σιωπούν μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα χρώματα στα μάτια τους, άλλους να ζητάνε χειροπιαστές τις αποδείξεις κι άλλους να περιμένουν κάποιο φαινόμενο
φυσικό. Είδα και κάποιους να κάνουν στατιστική τις απαντήσεις των πολλών ώστε να βρουν την απάντηση.
Άκουσα ένα παιδί να απαντά με βεβαιότητα πως
όπου να ‘ναι θα ανατείλει, κι έναν γεράκο που η πείρα των βεβαίωνε πως έδυσε ο
ήλιος. Είδα τους άντρες, να ψηλαφίζουν το χώμα κι από εκεί να παίρνουν την απάντηση
αναλόγως με την υγρασία του. Παρατήρησα τις γυναίκες, να κοιτούν τα πουλιά του
ουρανού και να κρίνουν από το πέταγμα τους την άφιξη της νύχτας ή το
καλωσόρισμα της μέρας. Είδα σκόρπια και κάποιους λίγους να σφαλίζουν ξανά τα μάτια, ώστε να ακούσουν προσεκτικά τους ήχους του σύμπαντος κι από εκεί να
κρίνουν την απάντηση.
Σαν περνούσε η ώρα -άλλοι
έχοντας δώσει την απάντηση κι άλλοι όχι- όλοι στράφηκαν προς τα εδώ ή προς τα
εκεί. Τράβηξαν βόρεια ή απάνω στο δρόμο του νοτιά. Ακολούθησαν την κίνηση της
γης, μαζί της ή ανάποδα. Άνοιξαν συζήτηση επί του θέματος σε παρέες μεγάλες ή
μικρές, συνομήλικοι ή όχι. Μερικούς, τους άκουσα με βεβαιότητα, να μονολογούν
συζητώντας με τον εαυτό τους. Κι είδα αρκετούς σαν πέρασε η ώρα, πως ξέχασαν την ερώτηση ή αρνήθηκαν ακόμα και να απαντήσουν.
Χαίρομαι, μ’ ακούς; Χαίρομαι
που βρίσκομαι ανάμεσα σε τόσους, χαίρομαι που αντικρίζω τον ορίζοντα, που
άκουσα την ερώτηση, που ζητώ να βρω κι εγώ την απάντηση. Μα κρυφά μέσα μου -μ' ακούς;- χαίρομαι περισσότερο που δεν άκουσα δύο απαντήσεις, κι ας είναι δυό μονάχα τα
ενδεχόμενα. Το κάθε βλέμμα μορφοποιεί αλλιώς τα χρώματα της ίριδας. Η κόρη του
ματιού, σαν των δαχτύλων το αποτύπωμα, είναι μοναδική και δεν αρμόζει σε μια
μοναδικότητα τσουβάλιασμα και όχλος.
Θυμήθηκα τότε, τον γέρο
ερημίτη στο υψόμετρο του Σινά που μου διηγήθηκε κάποιο καλοκαίρι, το πώς στη
ζωή του ολάκερη ζητούσε να ‘βρει το Θεό. «Ταξίδεψα
όλη τη γη» μου είπε, «γνώρισα βιωματικά
τις μεγαλύτερες θρησκείες των ανθρώπων». «Και πώς ξέμεινες πάτερ εδώ;», τον ρώτησα, «γιατί την Ορθόδοξη πίστη;» «Γιατί μονάχα εδώ βρήκα Ελευθερία».
Ευάγγελος Θεοδώρου
Το κείμενο συνοδεύει
την κινηματογραφική παραγωγή
του φωτογράφου και φίλου
Βασίλη Μούμκα
https://www.youtube.com/watch?v=lATn9cwIoSU