Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Θεός σχωρέσ' τους ήρωες!


«…Κοντολογίς, νὰ μποροῦσαν καὶ τὴ σημασία τῶν λαῶν νὰ τὴ μετρᾶνε ὄχι ἀπὸ τὸ πόσα κεφάλια διαθέτουνε γιὰ μακέλεμα, ὅπως συμβαίνει στὶς μέρες μας, ἀλλὰ ἀπ᾿ τὸ πόση εὐγένεια παράγουν, ἀκόμη καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ δυσμενεῖς καὶ βάναυσες συνθῆκες…» (Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Οδ. Ελύτης)

     Αυτή την ευγένεια, την τόσο παράταιρη μέσα στην απόλυτη βαρβαρότητα του πολέμου, την είδα με τα μάτια μου στα μάτια των παππούδων μου, όταν μου διηγούνταν ο καθένας τις δικές του θύμησες από τον πόλεμο του ’40.

      Για τον παππού τον Βαγγέλη, η ευγένεια παρήγαγε ηρωισμό εκείνες τις ημέρες. Σαν τους βυζαντινούς πρίγκιπες ή τους μυθικούς ήρωες της αρχαϊκής εποχής, που ο ηρωισμός στο πεδίο των μαχών αποδείκνυε την ευγενή καταγωγή τους. Μια πατρίδα ευγενών ήταν η Ελλάδα πριν 80 χρόνια. Φτωχών ή και πάμφτωχων κατοίκων· μα ευγενών. Πολέμησε κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή και είχε την γενναιότητα να αμυνθεί του πατρίου εδάφους, που πολλές φορές χάιδεψε με το μάγουλό του όταν έπεφτε στο υγρό χώμα να προστατευθεί από τα στούκας του εχθρού. Περιέγραφε με καμάρι την ημέρα που η διμοιρία του συνέλαβε αιχμαλώτους καμιά σαρανταριά Ιταλούς, ανάμεσά τους και κάμποσους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς.

     Για τον παππού τον Λιά, η ευγένεια παρήγαγε μια μεγαλοσύνη, που δύσκολα μπορούν έστω να συλλάβουν την ύπαρξή της οι εξουσιαστές του κόσμου. Υπηρέτησε στους φούρνους, μακριά από το μέτωπο, ταΐζοντας με ψωμί τις χιλιάδες των πολεμιστών που τάιζαν με τη ζωή τους την πατρίδα. Άνθρωπος που δεν μπήκε στην ιστορία με πόλεμο, μα «στὴ ζωὴ μὲ τὸν ἥλιο στὴν κοιλιά». Γύρισε από την Ήπειρο με τα πόδια την άνοιξη του ’41 μαζί με άλλους συγχωριανούς και κοντοχωριανούς του, διασχίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη την πατρίδα που άνθιζε.

      Το δαχτυλικό τους αποτύπωμα εμπεριείχε την πίστη στον Θεό και την απόλυτη βεβαιότητα πως η Παναγία της Νίκης ήταν παρούσα εκείνες τις περήφανες ημέρες στις τάφρους και στα υψώματα, στις πυκνές γραμμές άμυνας και στα φορεία, στα στρατόπεδα και στις μακρές πορείες των Ελληνίδων. Εκείνων που κουβαλώντας πολεμοφόδια, στρατιώτες και τρόφιμα στις βουνοπλαγιές, αποκαθήλωναν από το βάθρο της γενναιότητας της σκληροτράχηλες αρχαίες Σπαρτιάτισσες.

            Ετούτος ο τόπος -που σήμερα το πρωί σαν ξύπνησα αντίκρισαν τα μάτια μου- γέννησε μαζί με τόσους άλλους ήρωες και τους δυο παππούδες μου, που έγραψαν με καθαρό χρυσάφι το όνομά τους στο χειρόγραφο της ιστορίας, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι γνωστοί και άγνωστοι γόνοι της ομηρικής κοιλάδας και των βουνών που την περιβάλουν. Μου λείπουν. Πολύ. Και δυστυχώς μου λείπει κι εκείνη η ευγένεια που πρέπει πια να περπατήσει κανείς πολύ για να την βρει. Θεός σχωρέσ' τους ήρωες!

Ευάγγελος Θεοδώρου