Κυρίες και κύριοι προσκεκλημένοι στην αποψινή σύναξη φιλαναγνωσίας προς τιμή του αγαπητού φίλου και συγγραφέα Χάρη Βασιλάκου με αφορμή την παρουσίαση του καινούργιου του βιβλίου με τον τίτλο «Omerta – Ο νόμος της σιωπής», είναι νομίζω καίριο να θέσουμε εγκαίρως κάποια ουσιαστικά ερωτήματα: Μπορεί η σιωπή να αποτελεί περιεχόμενο ενός λογοτεχνικού βιβλίου; Άραγε τα βιβλία μιλάνε; Και αν ναι, τα ακούμε; Τι λένε;
Επιτρέψτε μου να σας βεβαιώσω πως τα παραπάνω ερωτήματα δεν αποτελούν κάποιου είδους ρητορικό σχήμα. Τίθενται στον πυρήνα του λόγου ύπαρξης της ίδιας της γραφής, όταν αυτή πέρασε από την ανάγκη της χρείας, στην αναζήτηση της αθανασίας «εκει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος» όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης, υπερθεματίζοντας έτσι πως η τέχνη του γραπτού λόγου ομιλεί, παρέχοντας τη δυνατότητα σε κάθε αναγνώστη να ακούσει όσα αντέχει ο νους και η φαντασία του.
Αναλογιζόμενοι αυτή την
αλήθεια -το δικαίωμά μας δηλαδή στην αθανασία μέσω της τέχνης του λόγου, είτε
είμαστε συγγραφείς είτε αναγνώστες- είναι λυπηρή η διαπίστωση πως σήμερα, το
μέσο όρο των Ελλήνων, δεν είμαστε συστηματικοί αναγνώστες. Οι βιβλιοθήκες, όπως
η Δημόσια Βιβλιοθήκη της πόλης μας που φιλοξενεί την αποψινή εκδήλωση, είναι
χώροι τους οποίους σπάνια επισκεπτόμαστε και ακόμα σπανιότερα αξιοποιούμε τον
πλούτο τους. Τα βιβλία που αγοράζουμε για την προσωπική μας βιβλιοθήκη είναι
και αυτά λιγοστά, οι συζητήσεις για ένα καλό βιβλίο σπανίζουν.
Σε μια πρόσφατη έρευνα που
διενεργήθηκε στη χώρα μας σε τυχαίο δείγμα 1.500 προσώπων στις αρχές του 2022 από τον Ο.Σ.Δ.Ε.Λ. (Οργανισμός
Συλλογής Διαχείρισης Έργων του Λόγου), τα ευρήματα αποτυπώνουν με
στατιστική ακρίβεια όσα οι περισσότεροι διαπιστώνουμε από τον εαυτό μας και το
περιβάλλον μας. Το μέσο όρο των Ελλήνων έχει διαβάσει από 2 έως 5 βιβλία, ενώ
τα μισά νοικοκυριά τις χώρας θησαυρίζουν από 0 έως 60 βιβλία, αριθμός που
χαρακτηρίζεται ως χαμηλός. Το ποσοστό αυτό αντικατοπτρίζει σχεδόν απόλυτα την παιδική/εφηβική
βιβλιοθήκη των ερωτώμενων, οι μισοί εκ των οποίων είχαν από 0 έως 20 βιβλία
κατά τη νεανική τους ηλικία, αριθμός επίσης χαμηλός. Παράλληλα, αναμενόμενα
ήταν και τα ευρήματα σχετικά με την τηλεόραση, καθώς το 75% των Ελλήνων παρακολουθεί
τουλάχιστον 1.5 ώρα την ημέρα –καθημερινές και Σαββατοκύριακα. Όσον δε αφορά το
internet, τα ποσοστά
καθημερινής και πολύωρης χρήσης μέσω του κινητού τηλεφώνου που αποτελεί πια
προέκταση του χεριού μας είναι συντριπτικά, κυρίως για τις νεαρές ηλικίες οι
οποίες κάνουν εκτεταμένη χρήση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Δεδομένων των
παραπάνω, αναμενόμενο είναι οι Έλληνες να εμφανίζονται ως μη εντατικοί ή
μέτριοι αναγνώστες κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου, επειδή δεν τους αρέσει το διάβασμα
ή δεν έχουν βρει το κατάλληλο βιβλίο.
Η
πολύ ενδιαφέρουσα αυτή έρευνα στην οποία -τύχη αγαθή- συμμετείχα και εγώ,
παρουσιάζει και άλλα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τους δημογραφικούς
δείκτες του δείγματος, το κοινωνικό επίπεδο, τις σπουδές και το οικονομικό
προφίλ των αναγνωστών, τις προτιμήσεις τους, τον τρόπο απόκτησης ή δανεισμού
βιβλίων, το χρόνο και τον τρόπο ανάγνωσης κ.α., τα οποία μπορεί κανείς να
διαβάσει αναλυτικά στη δημοσιευμένη μελέτη που κυκλοφορεί ελεύθερα στο
διαδίκτυο.
Πέραν
όμως των ερευνών και της στατιστικής, η προσωπική μου εμπειρία, περισσότερο ως
γονέα και λιγότερο ως βιβλιοθηκονόμου, υποδεικνύει πως ο ισχυρότερος παράγοντας
που ωθεί τους ανθρώπους στον ένα ή στον άλλο δρόμο, στη μία ή στην άλλη
συνήθεια είναι το παράδειγμα. Ο τρόπος της ζωής μας, η καθημερινότητά μας, οι
επιλογές μας, ο λόγος μας είναι αυτός που θα κινήσει τους άλλους και οι αφορμές
που θα κινήσουν εμάς. Είδαμε νωρίτερα στο γεμάτο αλήθεια και αμεσότητα βίντεο
των μαθητών του Χάρη, πως οι μαθητές του βρίσκονται πάνω από το μέσο όρο των
αναγνωστών της εποχής μας. Στο βαθμό που αναλογούσε στον καθηγητή τους, ο λόγος
του -μα κυρίως το παράδειγμά του- επηρέασε τους μαθητές με αποτέλεσμα η
ευλογημένη συνήθεια της ανάγνωσης να γίνει μέρος της ζωής τους.
Επιτρέψτε
μου το χαρακτηρισμό ευλογημένη, γιατί καθώς είπε ο Αργεντίνος λογοτέχνης Χόρχε
Λουίς Μπόρχες «πάντα φανταζόμουν τον
παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης». Οι βιβλιοθήκες, ιδιωτικές ή δημόσιες,
είναι τόποι ειρήνης και ησυχίας. Θα μπορούσαμε να πούμε σιωπής. Σαν την Omerta του Χάρη. Συνωμοτούν για
να δημιουργήσουν έναν κόσμο γνώσης και φαντασίας, έναν κόσμο που ζει κάθε φορά
όταν τα μάτια ενός αναγνώστη διέρχονται τις γραμμές ενός βιβλίου. Πολύ εύστοχα
έχει λεχθεί, πως «το καλύτερο σε ένα
βιβλίο δεν είναι οι λέξεις που περιέχει, αλλά οι σκέψεις που προκαλεί» για
να επιβεβαιώσει ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι πως «ένα βιβλίο διαβασμένο από χίλιους
αναγνώστες είναι χίλια διαφορετικά βιβλία».
Σε
έναν κόσμο που ψηφιοποιείται με ταχύτατους ρυθμούς, το βιβλίο και μάλιστα το
έντυπο βιβλίο, προσφέρει την ισορροπία που απαιτείται μεταξύ του άυλου και του
υλικού πολιτισμού μας. Κάθε έντυπο βιβλίο κουβαλά και μια πολύ προσωπική
ιστορία που γνωρίζουν μόνο οι κάτοχοι και ίσως οι μελλοντικοί αναγνώστες του
τεκμηρίου. Αυτές οι πολύ προσωπικές ιστορίες, οι μικροστιγμές του καθενός από
εμάς, διαπερνούν το χρόνο αόρατα και συνοδεύουν τις ζωές μας με μνήμες ή
σκέψεις που δημιουργήθηκαν για να υπάρχουν στο χώρο και στο χρόνο του αιώνιου.
Παράλληλα,
το έργο των συγγραφέων, ειδικά των λογοτεχνών που απολαμβάνουν και τη
μεγαλύτερη απήχηση μεταξύ του αναγνωστικού κοινού, δεν είναι μονάχα η συνέχιση
μιας υπερχιλιόχρονης παράδοσης που φτάνει τουλάχιστον έως τον Όμηρο. Είναι η
προσφορά στον σύγχρονο κόσμο της ανεκτίμητης φαντασίας -η οποία είναι πιο
σημαντική από τη γνώση κατά τον Αϊνστάιν- και λείπει από την ολοένα και πιο
πεζή καθημερινότητά μας. Είναι η δυνατότητα για νοητά ταξίδια σε τόπους που
μπορεί να μην έχουμε επισκεφθεί ποτέ, ή η αφορμή για ένα πραγματικό ταξίδι. Τα
βιβλία είναι επίσης μαγικά, καθώς μπορούν να διεγείρουν τις πέντε αισθήσεις
χωρίς την ύπαρξη ερεθίσματος από το φυσικό περιβάλλον. Τελικά -μαζί με όλες τις
τέχνες που αποσκοπούν στην παρουσίαση του Αγαθού κατά τον Πλάτωνα- αποτελούν
τον τρόπο της προσωπικής μας αναβάθμισης, της καλλιέργειας της αισθητικής μας που
τόσο έχουμε ανάγκη. Η λογοτεχνία για συγγραφείς και αναγνώστες δεν είναι
ρομαντισμός, ούτε πολυτέλεια. Είναι η παγκόσμια omerta στο δικαίωμα μιας καλύτερης ζωής.
Ευάγγελος
Θεοδώρου