Μέρες που είναι, ο νους μου τριγυρνούσε στις μεγάλες στιγμές της Επανάστασης του 1821, αφημένος στο νοερό προσκύνημα στους ήρωες που κοσμούσαν κάποτε το παιδικό μου δωμάτιο. Μελετώντας (για λόγους ακαδημαϊκούς) ταξιδιωτικά κείμενα δυτικών περιηγητών της Ανατολικής Μεσογείου στο πρωτότυπο, εντελώς ανέλπιστα έπεσα επάνω σε ένα σχετικό με την Επανάσταση απόσπασμα ενός σπουδαίου Αμερικανού, του John Lloyd Stephens (1805-1852).
Στα τριάντα τρία του
χρόνια ο Stephens διέσχισε τον Ατλαντικό με σκοπό να ταξιδέψει στους τόπους που είχε
γνωρίσει μέσα από τις κλασσικές σπουδές στα πανεπιστήμια του New Jersey και του New York. Αφού επισκέφθηκε την Ελλάδα, έφτασε στην Αίγυπτο τον Δεκέμβρη
του 1835. Τον Μάρτη του 1836, ξεκίνησε με ένα μικρό καραβάνι το μακρύ και
επίπονο ταξίδι για το Σινά. Μετά από δέκα ημέρες πορείας στη σκληρή έρημο της Πετραίας
Αραβίας, έφτασε νύχτα κάτω από το καστρομονάστηρο της Αγίας Αικατερίνης.
Στάθηκε έξω από τα τείχη και έβαλε μια φωνή. Ξάφνου, ένα ασπρογένης μοναχός φάνηκε
από ψηλά, ένα σκοινί κατέβηκε, ο Stephens έδεσε το συστατικό γράμμα που είχε από το
Μετόχι του Σινά στο Κάιρο και το άφησε να φτάσει στα χέρια του καλόγερου. Λίγο
αργότερα ένα άλλο σκοινί ρίχτηκε από ύψος 10 μέτρων, ο Stephens δέθηκε και οι μοναχοί τον τράβηξαν στο αρχαίο μοναστήρι. Στα σκοτάδια χέρια ανοίχτηκαν σε αγκαλιές καλωσορίσματος,
γενειάδες μπλέχτηκαν στους ασπασμούς φιλίας με τον Αμερικανό να έχει μείνει εμβρόντητος
από την αγάπη και την υποδοχή που του επεφύλασσαν οι ασκητές της ερήμου. Μέσα
από τα δαιδαλώδη μονοπάτια της Ιουστινιάνειας πολιτείας τον οδήγησαν στο κελλί που
θα κοιμόταν και του πρόσφεραν να φάει. Όταν τελείωνε το αυστηρά νηστίσιμο -λόγω
Σαρακοστής- μα πλούσιο για τον επισκέπτη δείπνο, εμφανίστηκε μέσα από τα
σκοτάδια ο ασπρογένης -γύρω στα 60- Δικαίος της Μονής∙ ο πρώτος μετά τον
Αρχιεπίσκοπο (πιθανότατα Νεόφυτος το όνομά του).
Κι αμέσως, ακολούθησε ένας διάλογος που βαραίνει αιωνιότητα. Μνημείο πατριωτισμού για τους Έλληνες τους εντός ή τους μακριά και περηφάνιας για τους Αμερικανούς που στήριξαν έμπρακτα την Επανάσταση των ένδοξων Ελλήνων. Ήταν ένας διάλογος συγκινητικός και προφητικός συνάμα, μεταξύ αγνώστων που έγιναν μονομιάς φίλοι και αδελφοί γιατί μοιράζονταν την ίδια αγάπη για τις πατρίδες τους, το ίδιο πάθος για ελευθερία τα οποία στην εποχή μας είναι πια ζητούμενα.
Επέλεξα να μεταγράψω, να μεταφράσω
και να δημοσιεύσω το απόσπασμα αυτό γιατί μέσα στο αίμα μου, μαζί με την Ελλάδα,
κυλάει και άφθονο Σινά. Εκεί όπου οι Έλληνες και Φιλέλληνες μοναχοί φρουρούνε
άγρυπνοι, με θυσίες πολλές και για αιώνες πολλούς, τις Θερμοπύλες του
βυζαντινού ελληνισμού. Εκεί όπου οι μοναχοί διακατέχονται και σήμερα με τα ίδια
εκείνα πατριωτικά αισθήματα, το ίδιο εκείνο πνευματικό πάθος και εγρήγορση με
αυτήν που είχε ο εκκλησιαστικός τους πρόγονος δύο αιώνες πριν.
Τιμή και δόξα στους ομηρικούς
ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Τιμή και δόξα στους Φιλέλληνες που στήριξαν με
χίλιους δυο τρόπους τον αγώνα για την πίστη την αγία και της πατρίδας την
ελευθερία. Τιμή και δόξα στους φρουρούς τους κάστρου της Αγίας Αικατερίνης.
«…The
superior was a Greek by birth, and though / it was forty years since he had first
come to the / convent of Sinai, and
twenty years since he entered / it for the last time, ha was still a Greek in
heart. / His relations with his native land were kept up by / the occasional
visits of pilgrims. He had heard / of their bloody struggle for liberty, and of
what / America had done for her in her hour of need, / and he told me that,
next to his own country, he / loved mine; and, by his kindness to me as an in-/dividual,
he sought to repay, in part, his country's / debt of gratitude . In my
wanderings in Greece, / I had invariably found the warmest feeling to-/wards my
country. I had found it in the offices / of government, in my boatmen , my
muleteer, and / I remember a ploughman on immortal Marathon / sang in my greedy
ears the praises of America. / I had seen the tear stream down the manly cheeks
/ of a mustachoed Greek when he talked of America. / I had seen those who had
received directly from / the hands of my countrymen the bounty that / came from
home. One, I remember, pointed me / to a family of sons and daughters who , he
told me, / were saved from absolute starvation by our timely / help ; and so
dearly was our country loved there, / that I verily believe the mountain robber
would / have spared the unprotected American.
I knew that this feeling existed in Greece, / but I did not expect to find it thus glowing in the / wilderness of Sinai. For myself, different in this / respect from most other travellers, I liked the / Greeks. Travellers and strangers condemn the / whole people as dishonest, because they are chat-/ed by their boatmen or muleteers, without ever / thinking of their four centuries of bitter servitude; / but when I remembered their long oppression and / galling chains, instead of wondering that they / were so bad, I wondered that they were not worse. / I liked the Greeks; and when I talked of Greece / and what I had seen there, of the Bavarians lord-/ing it over the descendants of Cimon and Mil-/tiades, the face of the superior flushed and his / eyes flashed fire ; / and when I spoke of the deep / interest their sufferings and their glorious struggle / had created in America, the old man wept. Oh, / who can measure the feeling that binds a man / to his native land! Though forty years an exile, / buried in the wilderness, and neither expecting / nor wishing to revisit the world , he loved his / country as if his foot now pressed her soil, and / under his monkish robe there glowed a heart as / patriotic as ever beat beneath a soldier's corslet. / The reader will excuse an unusual touch of sen-/sibility in me when he reflects upon my singular / position, sitting at the base of Mount Sinai, and / hearing from the lips of a white-bearded Greek / the praises of my beloved country. He sat with / me till the ringing of the midnight bell for pray-/ers, when I threw myself upon the mat, and, be-/fore the hollow sounds had died away in the / cloisters , I was fast asleep…»
«…Ο προϊστάμενος ήταν
Έλληνας στην καταγωγή και παρόλο που είχαν περάσει σαράντα χρόνια από τότε που
πρωτοήλθε στο μοναστήρι του Σινά και είκοσι χρόνια από τότε που μπήκε σε αυτό
για τελευταία φορά, ήταν ακόμα Έλληνας στην καρδιά. Οι σχέσεις του με την
πατρίδα του διατηρούνταν από περιστασιακές επισκέψεις των προσκυνητών. Είχε
ακούσει για τον αιματηρό αγώνα τους για την ελευθερία και για το τί η Αμερική
είχε κάνει γι' αυτήν την ώρα της ανάγκης της και μου είπε ότι, δίπλα στη χώρα
του, αγαπούσε τη δική μου. Με την καλοσύνη του προς εμένα, προσπάθησε να
ξεπληρώσει, εν μέρει, το χρέος ευγνωμοσύνης της χώρας του προς τη δική μου.
Στις περιπλανήσεις μου στην Ελλάδα είχα βρει πάντα το πιο ζεστό συναίσθημα προς
τη χώρα μου. Το είχα βρει στα γραφεία της κυβέρνησης, στους βαρκάρηδές μου, στον αγωγιάτη μου και θυμάμαι έναν ζευγολάτη στον αθάνατο Μαραθώνα που τραγούδησε
στα λαίμαργα αυτιά μου εγκώμια για την Αμερική. Είχα δει το δάκρυ να κυλάει στα
αντρικά μάγουλα ενός άλλου μουστακαλή Έλληνα όταν μιλούσε για την Αμερική. Είχα
δει αυτούς που είχαν λάβει κατευθείαν από τα χέρια των συμπατριωτών μου τη
γενναιοδωρία που ήρθε από την χώρα μου. Ένας, θυμάμαι, μου έδειξε μια οικογένεια με γιούς και κόρες που, μου είπε, σώθηκαν από την απόλυτη πείνα
χάρη στην έγκαιρη βοήθειά μας. Και τόσο πολύ αγαπήθηκε η χώρα μας εκεί, που
πραγματικά πιστεύω ότι ακόμα κι ένας ληστής του βουνού θα έκανε ότι χρειαζόταν
για γλιτώσει έναν απροστάτευτο Αμερικανό.
Ήξερα ότι αυτό το συναίσθημα υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά δεν περίμενα να το βρω έτσι λαμπερό στην ερημιά του Σινά. Για τον εαυτό μου, που έχει διαφορετική άποψη από τους περισσότερους άλλους ταξιδιώτες, μου άρεσαν οι Έλληνες. Οι ταξιδιώτες και οι ξένοι καταδικάζουν έναν ολόκληρο λαό ως ανέντιμο επειδή τυχαίνει να συνομιλούν με τους βαρκάρηδες ή τους αγωγιάτες τους, χωρίς ποτέ να σκεφτούν την τεσσάρων αιώνων πικρή δουλεία τους. Αλλά όταν θυμήθηκα τη μακρόχρονη καταπίεση και τις αλυσίδες τους, αντί να αναρωτιέμαι που ήταν τόσο κακοί, αναρωτήθηκα πως και δεν ήταν χειρότεροι. Μου άρεσαν οι Έλληνες· Και όταν του μίλησα για την Ελλάδα και ό,τι είχα δει εκεί, με τους Βαυαρούς να διαφεντεύουν τους απογόνους του Κίμωνα και του Μιλτιάδη, το πρόσωπο του προϊσταμένου κοκκίνισε και τα μάτια του πήραν φωτιά. Και όταν μίλησα για το βαθύ ενδιαφέρον που είχαν δημιουργήσει στην Αμερική τα βάσανα και ο ένδοξος αγώνας τους, ο γέροντας δάκρυσε. Ω, ποιος μπορεί να μετρήσει το συναίσθημα που δένει έναν άνθρωπο με την πατρίδα του! Αν και σαράντα χρόνια εξόριστος, θαμμένος στην ερημιά, που ούτε περίμενε ούτε ήθελε να ξαναεπισκεφτεί τον κόσμο, αγαπούσε τη χώρα του σαν να πατούσε το πόδι του στο χώμα της εκείνη τη στιγμή. Κάτω από τη μοναχικό του ένδυμα έλαμπε μια καρδιά πατριωτική όπως αυτή που χτυπά πάντα κάτω από το χιτώνιο ενός στρατιώτη. Ο αναγνώστης θα δικαιολογήσει το ασυνήθιστο άγγιγμα ευαισθησίας μέσα μου, όταν αναλογιστεί τη μοναδική μου θέση: να κάθομαι στη βάση του όρους Σινά και να ακούω από τα χείλη ενός ασπρογένη Έλληνα επαίνους για την αγαπημένη μου χώρα. Κάθισε μαζί μου μέχρι τα μεσάνυχτα όταν ακούστηκε το χτύπημα της καμπάνας που καλούσε σε προσευχές, κι αμέσως ξάπλωσα πάνω στο χαλάκι. Προτού εξαφανιστούν οι βουβοί ήχοι του μοναστηριού, κοιμόμουν βαθιά…»
Stephens, G., Incidents of travel in Egypt Arabia
Petraea, v. 1, 1838, London, σ.
276-278.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου