Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Συζητώντας για την Επανάσταση μια νύχτα του 1836 στο Σινά

            Μέρες που είναι, ο νους μου τριγυρνούσε στις μεγάλες στιγμές της Επανάστασης του 1821, αφημένος στο νοερό προσκύνημα στους ήρωες που κοσμούσαν κάποτε το παιδικό μου δωμάτιο. Μελετώντας (για λόγους ακαδημαϊκούς) ταξιδιωτικά κείμενα δυτικών περιηγητών της Ανατολικής Μεσογείου στο πρωτότυπο, εντελώς ανέλπιστα έπεσα επάνω σε ένα σχετικό με την Επανάσταση απόσπασμα ενός σπουδαίου Αμερικανού, του John Lloyd Stephens (1805-1852).

            Στα τριάντα τρία του χρόνια ο Stephens διέσχισε τον Ατλαντικό με σκοπό να ταξιδέψει στους τόπους που είχε γνωρίσει μέσα από τις κλασσικές σπουδές στα πανεπιστήμια του New Jersey και του New York. Αφού επισκέφθηκε την Ελλάδα, έφτασε στην Αίγυπτο τον Δεκέμβρη του 1835. Τον Μάρτη του 1836, ξεκίνησε με ένα μικρό καραβάνι το μακρύ και επίπονο ταξίδι για το Σινά. Μετά από δέκα ημέρες πορείας στη σκληρή έρημο της Πετραίας Αραβίας, έφτασε νύχτα κάτω από το καστρομονάστηρο της Αγίας Αικατερίνης. Στάθηκε έξω από τα τείχη και έβαλε μια φωνή. Ξάφνου, ένα ασπρογένης μοναχός φάνηκε από ψηλά, ένα σκοινί κατέβηκε, ο Stephens έδεσε το συστατικό γράμμα που είχε από το Μετόχι του Σινά στο Κάιρο και το άφησε να φτάσει στα χέρια του καλόγερου. Λίγο αργότερα ένα άλλο σκοινί ρίχτηκε από ύψος 10 μέτρων, ο Stephens δέθηκε και οι μοναχοί τον τράβηξαν στο αρχαίο μοναστήρι. Στα σκοτάδια χέρια ανοίχτηκαν σε αγκαλιές καλωσορίσματος, γενειάδες μπλέχτηκαν στους ασπασμούς φιλίας με τον Αμερικανό να έχει μείνει εμβρόντητος από την αγάπη και την υποδοχή που του επεφύλασσαν οι ασκητές της ερήμου. Μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια της Ιουστινιάνειας πολιτείας τον οδήγησαν στο κελλί που θα κοιμόταν και του πρόσφεραν να φάει. Όταν τελείωνε το αυστηρά νηστίσιμο -λόγω Σαρακοστής- μα πλούσιο για τον επισκέπτη δείπνο, εμφανίστηκε μέσα από τα σκοτάδια ο ασπρογένης -γύρω στα 60- Δικαίος της Μονής∙ ο πρώτος μετά τον Αρχιεπίσκοπο (πιθανότατα Νεόφυτος το όνομά του).

            Κι αμέσως, ακολούθησε ένας διάλογος που βαραίνει αιωνιότητα. Μνημείο πατριωτισμού για τους Έλληνες τους εντός ή τους μακριά και περηφάνιας για τους Αμερικανούς που στήριξαν έμπρακτα την Επανάσταση των ένδοξων Ελλήνων. Ήταν ένας διάλογος συγκινητικός και προφητικός συνάμα, μεταξύ αγνώστων που έγιναν μονομιάς φίλοι και αδελφοί γιατί μοιράζονταν την ίδια αγάπη για τις πατρίδες τους, το ίδιο πάθος για ελευθερία τα οποία στην εποχή μας είναι πια ζητούμενα. 

            Επέλεξα να μεταγράψω, να μεταφράσω και να δημοσιεύσω το απόσπασμα αυτό γιατί μέσα στο αίμα μου, μαζί με την Ελλάδα, κυλάει και άφθονο Σινά. Εκεί όπου οι Έλληνες και Φιλέλληνες μοναχοί φρουρούνε άγρυπνοι, με θυσίες πολλές και για αιώνες πολλούς, τις Θερμοπύλες του βυζαντινού ελληνισμού. Εκεί όπου οι μοναχοί διακατέχονται και σήμερα με τα ίδια εκείνα πατριωτικά αισθήματα, το ίδιο εκείνο πνευματικό πάθος και εγρήγορση με αυτήν που είχε ο εκκλησιαστικός τους πρόγονος δύο αιώνες πριν.

            Τιμή και δόξα στους ομηρικούς ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Τιμή και δόξα στους Φιλέλληνες που στήριξαν με χίλιους δυο τρόπους τον αγώνα για την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία. Τιμή και δόξα στους φρουρούς τους κάστρου της Αγίας Αικατερίνης.

«…The superior was a Greek by birth, and though / it was forty years since he had first come to the /  convent of Sinai, and twenty years since he entered / it for the last time, ha was still a Greek in heart. / His relations with his native land were kept up by / the occasional visits of pilgrims. He had heard / of their bloody struggle for liberty, and of what / America had done for her in her hour of need, / and he told me that, next to his own country, he / loved mine; and, by his kindness to me as an in-/dividual, he sought to repay, in part, his country's / debt of gratitude . In my wanderings in Greece, / I had invariably found the warmest feeling to-/wards my country. I had found it in the offices / of government, in my boatmen , my muleteer, and / I remember a ploughman on immortal Marathon / sang in my greedy ears the praises of America. / I had seen the tear stream down the manly cheeks / of a mustachoed Greek when he talked of America. / I had seen those who had received directly from / the hands of my countrymen the bounty that / came from home. One, I remember, pointed me / to a family of sons and daughters who , he told me, / were saved from absolute starvation by our timely / help ; and so dearly was our country loved there, / that I verily believe the mountain robber would / have spared the unprotected American.

I knew that this feeling existed in Greece, / but I did not expect to find it thus glowing in the / wilderness of Sinai. For myself, different in this / respect from most other travellers, I liked the /  Greeks. Travellers and strangers condemn the / whole people as dishonest, because they are chat-/ed by their boatmen or muleteers, without ever / thinking of their four centuries of bitter servitude; / but when I remembered their long oppression and / galling chains, instead of wondering that they / were so bad, I wondered that they were not worse. / I liked the Greeks; and when I talked of Greece / and what I had seen there, of the Bavarians lord-/ing it over the descendants of Cimon and Mil-/tiades, the face of the superior flushed and his / eyes flashed fire ; / and when I spoke of the deep / interest their sufferings and their glorious struggle / had created in America, the old man wept. Oh, / who can measure the feeling that binds a man / to his native land! Though forty years an exile, / buried in the wilderness, and neither expecting / nor wishing to revisit the world , he loved his / country as if his foot now pressed her soil, and / under his monkish robe there glowed a heart as / patriotic as ever beat beneath a soldier's corslet. / The reader will excuse an unusual touch of sen-/sibility in me when he reflects upon my singular / position, sitting at the base of Mount Sinai, and / hearing from the lips of a white-bearded Greek / the praises of my beloved country. He sat with / me till the ringing of the midnight bell for pray-/ers, when I threw myself upon the mat, and, be-/fore the hollow sounds had died away in the / cloisters , I was fast asleep…»

«…Ο προϊστάμενος ήταν Έλληνας στην καταγωγή και παρόλο που είχαν περάσει σαράντα χρόνια από τότε που πρωτοήλθε στο μοναστήρι του Σινά και είκοσι χρόνια από τότε που μπήκε σε αυτό για τελευταία φορά, ήταν ακόμα Έλληνας στην καρδιά. Οι σχέσεις του με την πατρίδα του διατηρούνταν από περιστασιακές επισκέψεις των προσκυνητών. Είχε ακούσει για τον αιματηρό αγώνα τους για την ελευθερία και για το τί η Αμερική είχε κάνει γι' αυτήν την ώρα της ανάγκης της και μου είπε ότι, δίπλα στη χώρα του, αγαπούσε τη δική μου. Με την καλοσύνη του προς εμένα, προσπάθησε να ξεπληρώσει, εν μέρει, το χρέος ευγνωμοσύνης της χώρας του προς τη δική μου. Στις περιπλανήσεις μου στην Ελλάδα είχα βρει πάντα το πιο ζεστό συναίσθημα προς τη χώρα μου. Το είχα βρει στα γραφεία της κυβέρνησης, στους βαρκάρηδές μου, στον αγωγιάτη μου και θυμάμαι έναν ζευγολάτη στον αθάνατο Μαραθώνα που τραγούδησε στα λαίμαργα αυτιά μου εγκώμια για την Αμερική. Είχα δει το δάκρυ να κυλάει στα αντρικά μάγουλα ενός άλλου μουστακαλή Έλληνα όταν μιλούσε για την Αμερική. Είχα δει αυτούς που είχαν λάβει κατευθείαν από τα χέρια των συμπατριωτών μου τη γενναιοδωρία που ήρθε από την χώρα μου. Ένας, θυμάμαι, μου έδειξε μια οικογένεια με γιούς και κόρες που, μου είπε, σώθηκαν από την απόλυτη πείνα χάρη στην έγκαιρη βοήθειά μας. Και τόσο πολύ αγαπήθηκε η χώρα μας εκεί, που πραγματικά πιστεύω ότι ακόμα κι ένας ληστής του βουνού θα έκανε ότι χρειαζόταν για γλιτώσει έναν απροστάτευτο Αμερικανό.

Ήξερα ότι αυτό το συναίσθημα υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά δεν περίμενα να το βρω έτσι λαμπερό στην ερημιά του Σινά. Για τον εαυτό μου, που έχει διαφορετική άποψη από τους περισσότερους άλλους ταξιδιώτες, μου άρεσαν οι Έλληνες. Οι ταξιδιώτες και οι ξένοι καταδικάζουν έναν ολόκληρο λαό ως ανέντιμο επειδή τυχαίνει να συνομιλούν με τους βαρκάρηδες ή τους αγωγιάτες τους, χωρίς ποτέ να σκεφτούν την τεσσάρων αιώνων πικρή δουλεία τους. Αλλά όταν θυμήθηκα τη μακρόχρονη καταπίεση και τις αλυσίδες τους, αντί να αναρωτιέμαι που ήταν τόσο κακοί, αναρωτήθηκα πως και δεν ήταν χειρότεροι. Μου άρεσαν οι Έλληνες· Και όταν του μίλησα για την Ελλάδα και ό,τι είχα δει εκεί, με τους Βαυαρούς να διαφεντεύουν τους απογόνους του Κίμωνα και του Μιλτιάδη, το πρόσωπο του προϊσταμένου κοκκίνισε και τα μάτια του πήραν φωτιά. Και όταν μίλησα για το βαθύ ενδιαφέρον που είχαν δημιουργήσει στην Αμερική τα βάσανα και ο ένδοξος αγώνας τους, ο γέροντας δάκρυσε. Ω, ποιος μπορεί να μετρήσει το συναίσθημα που δένει έναν άνθρωπο με την πατρίδα του! Αν και σαράντα χρόνια εξόριστος, θαμμένος στην ερημιά, που ούτε περίμενε ούτε ήθελε να ξαναεπισκεφτεί τον κόσμο, αγαπούσε τη χώρα του σαν να πατούσε το πόδι του στο χώμα της εκείνη τη στιγμή. Κάτω από τη μοναχικό του ένδυμα έλαμπε μια καρδιά πατριωτική όπως αυτή που χτυπά πάντα κάτω από το χιτώνιο ενός στρατιώτη. Ο αναγνώστης θα δικαιολογήσει το ασυνήθιστο άγγιγμα ευαισθησίας μέσα μου, όταν αναλογιστεί τη μοναδική μου θέση: να κάθομαι στη βάση του όρους Σινά και να ακούω από τα χείλη ενός ασπρογένη Έλληνα επαίνους για την αγαπημένη μου χώρα. Κάθισε μαζί μου μέχρι τα μεσάνυχτα όταν ακούστηκε το χτύπημα της καμπάνας που καλούσε σε προσευχές, κι αμέσως ξάπλωσα πάνω στο χαλάκι. Προτού εξαφανιστούν οι βουβοί ήχοι του μοναστηριού, κοιμόμουν βαθιά…»

Stephens, G., Incidents of travel in Egypt Arabia Petraea, v. 1, 1838, London, σ. 276-278.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Χάρη Βασιλάκου "Omerta – Ο νόμος της σιωπής"

             Κυρίες και κύριοι προσκεκλημένοι στην αποψινή σύναξη φιλαναγνωσίας προς τιμή του αγαπητού φίλου και συγγραφέα Χάρη Βασιλάκου με αφορμή την παρουσίαση του καινούργιου του βιβλίου με τον τίτλο «Omerta – Ο νόμος της σιωπής», είναι νομίζω καίριο να θέσουμε εγκαίρως κάποια ουσιαστικά ερωτήματα: Μπορεί η σιωπή να αποτελεί περιεχόμενο ενός λογοτεχνικού βιβλίου; Άραγε τα βιβλία μιλάνε; Και αν ναι, τα ακούμε; Τι λένε;

            Επιτρέψτε μου να σας βεβαιώσω πως τα παραπάνω ερωτήματα δεν αποτελούν κάποιου είδους ρητορικό σχήμα. Τίθενται στον πυρήνα του λόγου ύπαρξης της ίδιας της γραφής, όταν αυτή πέρασε από την ανάγκη της χρείας, στην αναζήτηση της αθανασίας «εκει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος» όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης, υπερθεματίζοντας έτσι πως η τέχνη του γραπτού λόγου ομιλεί, παρέχοντας τη δυνατότητα σε κάθε αναγνώστη να ακούσει όσα αντέχει ο νους και η φαντασία του.  

            Αναλογιζόμενοι αυτή την αλήθεια -το δικαίωμά μας δηλαδή στην αθανασία μέσω της τέχνης του λόγου, είτε είμαστε συγγραφείς είτε αναγνώστες- είναι λυπηρή η διαπίστωση πως σήμερα, το μέσο όρο των Ελλήνων, δεν είμαστε συστηματικοί αναγνώστες. Οι βιβλιοθήκες, όπως η Δημόσια Βιβλιοθήκη της πόλης μας που φιλοξενεί την αποψινή εκδήλωση, είναι χώροι τους οποίους σπάνια επισκεπτόμαστε και ακόμα σπανιότερα αξιοποιούμε τον πλούτο τους. Τα βιβλία που αγοράζουμε για την προσωπική μας βιβλιοθήκη είναι και αυτά λιγοστά, οι συζητήσεις για ένα καλό βιβλίο σπανίζουν.

            Σε μια πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε στη χώρα μας σε τυχαίο δείγμα 1.500 προσώπων στις αρχές του 2022 από τον Ο.Σ.Δ.Ε.Λ. (Οργανισμός Συλλογής Διαχείρισης Έργων του Λόγου), τα ευρήματα αποτυπώνουν με στατιστική ακρίβεια όσα οι περισσότεροι διαπιστώνουμε από τον εαυτό μας και το περιβάλλον μας. Το μέσο όρο των Ελλήνων έχει διαβάσει από 2 έως 5 βιβλία, ενώ τα μισά νοικοκυριά τις χώρας θησαυρίζουν από 0 έως 60 βιβλία, αριθμός που χαρακτηρίζεται ως χαμηλός. Το ποσοστό αυτό αντικατοπτρίζει σχεδόν απόλυτα την παιδική/εφηβική βιβλιοθήκη των ερωτώμενων, οι μισοί εκ των οποίων είχαν από 0 έως 20 βιβλία κατά τη νεανική τους ηλικία, αριθμός επίσης χαμηλός. Παράλληλα, αναμενόμενα ήταν και τα ευρήματα σχετικά με την τηλεόραση, καθώς το 75% των Ελλήνων παρακολουθεί τουλάχιστον 1.5 ώρα την ημέρα –καθημερινές και Σαββατοκύριακα. Όσον δε αφορά το internet, τα ποσοστά καθημερινής και πολύωρης χρήσης μέσω του κινητού τηλεφώνου που αποτελεί πια προέκταση του χεριού μας είναι συντριπτικά, κυρίως για τις νεαρές ηλικίες οι οποίες κάνουν εκτεταμένη χρήση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Δεδομένων των παραπάνω, αναμενόμενο είναι οι Έλληνες να εμφανίζονται ως μη εντατικοί ή μέτριοι αναγνώστες κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου, επειδή δεν τους αρέσει το διάβασμα ή δεν έχουν βρει το κατάλληλο βιβλίο.

            Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή έρευνα στην οποία -τύχη αγαθή- συμμετείχα και εγώ, παρουσιάζει και άλλα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τους δημογραφικούς δείκτες του δείγματος, το κοινωνικό επίπεδο, τις σπουδές και το οικονομικό προφίλ των αναγνωστών, τις προτιμήσεις τους, τον τρόπο απόκτησης ή δανεισμού βιβλίων, το χρόνο και τον τρόπο ανάγνωσης κ.α., τα οποία μπορεί κανείς να διαβάσει αναλυτικά στη δημοσιευμένη μελέτη που κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο.

            Πέραν όμως των ερευνών και της στατιστικής, η προσωπική μου εμπειρία, περισσότερο ως γονέα και λιγότερο ως βιβλιοθηκονόμου, υποδεικνύει πως ο ισχυρότερος παράγοντας που ωθεί τους ανθρώπους στον ένα ή στον άλλο δρόμο, στη μία ή στην άλλη συνήθεια είναι το παράδειγμα. Ο τρόπος της ζωής μας, η καθημερινότητά μας, οι επιλογές μας, ο λόγος μας είναι αυτός που θα κινήσει τους άλλους και οι αφορμές που θα κινήσουν εμάς. Είδαμε νωρίτερα στο γεμάτο αλήθεια και αμεσότητα βίντεο των μαθητών του Χάρη, πως οι μαθητές του βρίσκονται πάνω από το μέσο όρο των αναγνωστών της εποχής μας. Στο βαθμό που αναλογούσε στον καθηγητή τους, ο λόγος του -μα κυρίως το παράδειγμά του- επηρέασε τους μαθητές με αποτέλεσμα η ευλογημένη συνήθεια της ανάγνωσης να γίνει μέρος της ζωής τους.

            Επιτρέψτε μου το χαρακτηρισμό ευλογημένη, γιατί καθώς είπε ο Αργεντίνος λογοτέχνης Χόρχε Λουίς Μπόρχες «πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης». Οι βιβλιοθήκες, ιδιωτικές ή δημόσιες, είναι τόποι ειρήνης και ησυχίας. Θα μπορούσαμε να πούμε σιωπής. Σαν την Omerta του Χάρη. Συνωμοτούν για να δημιουργήσουν έναν κόσμο γνώσης και φαντασίας, έναν κόσμο που ζει κάθε φορά όταν τα μάτια ενός αναγνώστη διέρχονται τις γραμμές ενός βιβλίου. Πολύ εύστοχα έχει λεχθεί, πως «το καλύτερο σε ένα βιβλίο δεν είναι οι λέξεις που περιέχει, αλλά οι σκέψεις που προκαλεί» για να επιβεβαιώσει ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι πως «ένα βιβλίο διαβασμένο από χίλιους αναγνώστες είναι χίλια διαφορετικά βιβλία».

            Σε έναν κόσμο που ψηφιοποιείται με ταχύτατους ρυθμούς, το βιβλίο και μάλιστα το έντυπο βιβλίο, προσφέρει την ισορροπία που απαιτείται μεταξύ του άυλου και του υλικού πολιτισμού μας. Κάθε έντυπο βιβλίο κουβαλά και μια πολύ προσωπική ιστορία που γνωρίζουν μόνο οι κάτοχοι και ίσως οι μελλοντικοί αναγνώστες του τεκμηρίου. Αυτές οι πολύ προσωπικές ιστορίες, οι μικροστιγμές του καθενός από εμάς, διαπερνούν το χρόνο αόρατα και συνοδεύουν τις ζωές μας με μνήμες ή σκέψεις που δημιουργήθηκαν για να υπάρχουν στο χώρο και στο χρόνο του αιώνιου.

            Παράλληλα, το έργο των συγγραφέων, ειδικά των λογοτεχνών που απολαμβάνουν και τη μεγαλύτερη απήχηση μεταξύ του αναγνωστικού κοινού, δεν είναι μονάχα η συνέχιση μιας υπερχιλιόχρονης παράδοσης που φτάνει τουλάχιστον έως τον Όμηρο. Είναι η προσφορά στον σύγχρονο κόσμο της ανεκτίμητης φαντασίας -η οποία είναι πιο σημαντική από τη γνώση κατά τον Αϊνστάιν- και λείπει από την ολοένα και πιο πεζή καθημερινότητά μας. Είναι η δυνατότητα για νοητά ταξίδια σε τόπους που μπορεί να μην έχουμε επισκεφθεί ποτέ, ή η αφορμή για ένα πραγματικό ταξίδι. Τα βιβλία είναι επίσης μαγικά, καθώς μπορούν να διεγείρουν τις πέντε αισθήσεις χωρίς την ύπαρξη ερεθίσματος από το φυσικό περιβάλλον. Τελικά -μαζί με όλες τις τέχνες που αποσκοπούν στην παρουσίαση του Αγαθού κατά τον Πλάτωνα- αποτελούν τον τρόπο της προσωπικής μας αναβάθμισης, της καλλιέργειας της αισθητικής μας που τόσο έχουμε ανάγκη. Η λογοτεχνία για συγγραφείς και αναγνώστες δεν είναι ρομαντισμός, ούτε πολυτέλεια. Είναι η παγκόσμια omerta στο δικαίωμα μιας καλύτερης ζωής.

 

Ευάγγελος Θεοδώρου