Οι γιορτές για τα
παιδιά είναι πάντα γιορτές. Χαμόγελα πολλά, όρεξη ατελείωτη, πρόβες για το
ποίημα, τραγούδι όλη μέρα όπως το είπαν στο σχολείο με τραβηγμένο το «αέραααααα»
στο αθάνατο τραγούδι της Σοφίας Βέμπο.
Οι γιορτές - μεταξύ άλλων - έχουν ιερή
αποστολή να διδάξουν στα παιδιά ποιός και γιατί έκανε ένα γεγονός γιορτή. Κι
αυτό το χρέος «να παραδώσω στο γιο τη
μεγάλη εντολή να με ξεπεράσει», ήρθε η ώρα να αρχίσω να εκπληρώνω.
Αφηγήθηκα στο γιo μου μια ιστορία, κι ας διανύει
μόλις τον τέταρτο χρόνο της ζωής του. Του μίλησα για εκείνους «τους λεβέντες του σαράντα» που πρόλαβα
και γνώρισα. Τους δικούς μου λεβέντες· τον παππού μου τον Λιά και τον παππού μου
τον Βαγγέλη. Αυτούς που με δίδαξαν, χωρίς να μου το πουν ποτέ με λόγια, πώς να νιώθω στα κατάβαθά μου και να είμαι Έλληνας.
Εξήγησα στο γιo μου πριν απ’ όλα, γιατί
αξίζει «Ελλάδα και ήλιο ο πρώτος να
βλέπει». Τον δίδαξα πως Έλληνας είναι αυτός που έμαθε να αγαπά θυσιαστικά,
που ασκήθηκε στην αρετή της ταπείνωσης ζώντας περήφανος, που αντίκρισε «τη ζωή με τον ήλιο στην κοιλιά». Του
μίλησα για τα σύνορα που πρέπει πρώτα απ' όλα να υπερασπιστεί και να τα κρατήσει πάση
θυσία ελεύθερα· τα σύνορα του νου και της καρδιάς. Και πως μαζί με αυτά, αξίζει να
υπερασπίζεται την πατρίδα της θεόσταλτης ελληνικής λαλιάς, της προαιώνιας
μουσικής που ζει στις εκκλησιές μας, της πίστης σε ένα Θεό αναστημένο. Του
μίλησα για μιαν Ελλάδα που για πολλές χιλιετίες δεν είχε σύνορα στη γη γιατί δεν τα χρειαζόταν και για
μιαν Ελλάδα που έγινε Ρωμιά και μετά ξανά Ελλάδα χωρίς να αλλάξει τίποτα από τα
μέσα της. Του περιέγραψα πώς είναι να νιώθεις εκείνο το σφίξιμο στο λαιμό όταν
ακούς τους στίχους του Σολωμού, πώς είναι να δακρύζουν τα μάτια για μια πατρίδα
αχαρτογράφητη, μεγάλη και ωραία. Μίλησα στον γιο μου για την ευλογία να ζει του
ήλιου το βασίλεμα, όταν όλοι οι άλλοι λαοί έμαθαν να ζουν την δύση. Του έδειξα
με τα μάτια μου πως είναι χαρά το να είναι Έλληνας και του δίδαξα τον τρόπο να κάνει την χαρά αυτή
γιορτή. Έτσι έγινε γιορτή και το Όχι. Από χαρά. Του
μίλησα για εκείνες τις ημέρες, όταν ήρθε - για τους δικούς μου και τους δικούς
του λεβέντες - η ώρα που έπρεπε «το
μεγάλο Ναι ή μεγάλο Όχι να πούνε». Εξήγησα τι ήταν αυτό που έκανε λεβέντες
τους αγράμματους αντάμα με εκείνους του σχολαρχείου.
Υπάρχει και κάτι που δεν του
αφηγήθηκα, αλλά θα έρθει η ώρα που θα το αφηγηθώ. Είναι η τραγική ιστορία
που ακολούθησε μετά τις ημέρες του σαράντα. Τότε που σε μια μόνο νύχτα η συντριπτική
πλειοψηφία απ’ τους λεβέντες έγιναν ανθρωπάκια, γιατί σύρθηκαν στην απάτη των
δεξιά κι αριστερά. Ευτυχώς η μάνα Ελλάδα προνόησε και κάποιοι λίγοι από τους λεβέντες
έμειναν για πάντα λεβέντες. Σαν φλέβα καρδιακή που τρέχει καθάριο το ελληνικό
αίμα, το ανόθευτο από τις απάτες των καιρών. Φλέβα που τρέχει αίμα ατόφιο σαν
χρυσάφι και πολύτιμο σαν μαργαριτάρι του βυθού. Αίμα που μπορεί να δώσει σε
ολάκερη την ανθρωπότητα ζωή και να κάνει τον γιο μου κοσμοπολίτη. Αυτό το αίμα
αξίζει να το χύσουμε αν χρειαστεί κι εγώ κι αυτός, να πεθάνουμε για χάρη της,
να ανοίξουμε δρόμο για τους επόμενους που έρχονται και πρέπει να βρουν πατρίδα
για να ζήσουν. Δεν μιλώ ασφαλώς για αυτό που σήμερα εννοούν οι περισσότεροι
Ελλάδα. Μιλώ για την άλλη Ελλάδα, την αθάνατη. Την Ελλάδα του παππού του Λιά
και του παππού του Βαγγέλη. Για την Ελλάδα που υπερασπίστηκαν «οι λεβέντες του σαράντα».
Θεοδώρου Ευάγγελος