Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Καλώς ήρθες Ανουάρ


    Καλημέρα Ανουάρ! Καλώς ήρθες! Εγώ είμαι ο Ευάγγελος. Έχω κι εγώ δύο παιδάκια σαν εσένα, τον Θεόδωρο που είσαστε ίσα και τον Ιωάννη. Ξέρω πως νιώθεις περίεργα, αλλά μη στεναχωριέσαι. Όλα θα φτιάξουν! Έλα να κάτσουμε, έχω τόσα να σου πω!
     Γνωρίζω έναν φίλο σου, τον Τάρεκ! Ένα πολύ καλό και πανέξυπνο παιδί, σαν εσένα. Κοιμηθήκαμε και φάγαμε μαζί πολλές φορές. Μου είπε παραμύθια από τον τόπο του και του είπα κι εγώ ιστορίες από τον δικό μου. Θα σου πω κι εσένα σήμερα μια ιστορία που ίσως δεν τύχει άλλος να σου πει. Θα σου μιλήσω για τον άσχημο κόσμο των μεγάλων, παρόλο που είσαι ακόμα μικρός. Καμιά φορά, η ζωή των μεγάλων έρχεται νωρίτερα από το κανονικό.
  Ήρθες από το Ιράκ, μια πανέμορφη χώρα που στα παλιά χρόνια την έλεγαν Μεσοποταμία. Εκεί λένε πως ήταν ο Παράδεισος! Έχει ιστορία αρχαία, όσο αρχαία είναι η ιστορία της Σπάρτης που σε έφεραν για να μείνεις. Δεν έχω πάει ακόμα στο Ιράκ, αλλά εύχομαι μια μέρα να τα καταφέρω κι ελπίζω να είσαι εκεί να με ξεναγήσεις!
     Τη χώρα σου Ανουάρ την κατέστρεψαν πριν από τριάντα χρόνια κάποιοι πολύ κακοί άνθρωποι, που ήρθαν από την άλλη μεριά του κόσμου, χωρίς λόγο και αιτία. Σκότωσαν τους παππούδες, τους θείους και τις θείες σου, έκλεψαν τους θησαυρούς και τα όνειρά σας, κατέστρεψαν τα σπίτια, τις ζωές και το μέλλον σας. Κι όταν μετά από χρόνια έφυγαν επειδή πήραν όλα όσα ήθελαν, άφησαν πίσω τους ερείπια και διχόνοια. Ιρακινοί μουσουλμάνοι σουνίτες πολέμησαν και συνεχίζουν να πολεμούν Ιρακινούς μουσουλμάνους σιίτες όπως είναι η οικογένειά σου. Τι παράξενος ο κόσμος των μεγάλων!
    Όταν έφυγες από το σπίτι σου, ξέρω πως έκλαψες πολύ. Άφησες πίσω τους συγγενείς και τους φίλους σου, την αυλή που παίζατε ποδόσφαιρο, το όμορφο τζαμί που πηγαίνατε τις Παρασκευές να προσευχηθείτε. Στο χωριό σου δεν ήταν όλα τέλεια, αλλά δεν υπήρχε λόγος για να φύγεις. Φταίει εκείνος ο κακός και άσχημος άνθρωπος, που ήρθε μια μέρα στο σπίτι σας και έπεισε τον μπαμπά πως θα σας πάει να μείνετε σε ένα μέρος πιο όμορφο από το δικό σας. Υπάρχει όμως Ανουάρ τόπος καλύτερος από τον τόπο που γεννήθηκες; Ο μπαμπάς σου έδωσε πολλά λεφτά για να φύγετε. Ένας Θεός ξέρει που τα βρήκε τόσα λεφτά! Εδώ στη Σπάρτη που ήρθες – που κι εδώ δεν είναι όλα τέλεια -, οι περισσότεροι δεν έχουν τόσα λεφτά όσα έδωσε ο μπαμπάς σου σ’ εκείνον τον κακό άνθρωπο. Το όνομά του, να το θυμάσαι να μην το ξεχάσεις ποτέ, είναι Λαθρέμπορος. Εμπορεύτηκε την αγγελική ψυχούλα και το κορμί σου, όπως ακριβώς εμπορεύονται τα αρνιά και τα κατσίκια που τα πάνε για σφαγή. Να ξέρεις πως το έκανε μονάχα για τα λεφτά, δε σε νοιάστηκε όπως έλεγε. Εσύ κατάλαβες πως έλεγε ψέματα, μα ο μπαμπάς και η μαμά σου τον πίστεψαν κι έτσι γίνατε όλοι λαθρομετανάστες. Χωρίς χαρτιά, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς προετοιμασία για ένα τόσο μακρινό ταξίδι. Μη σου ακούγεται περίεργο το λαθρομετανάστης. Κι εγώ υπήρξα κάποτε λαθρεπιβάτης. Η ελληνική γλώσσα, που εύχομαι σύντομα να μάθεις, δεν είναι πονηρή και πρόστυχη σαν τους μεγάλους. Γεννήθηκε πολύ πριν γεννηθούν αυτοί που την έκαναν ιδεολογία και θα συνεχίζει να ζει όταν όλοι αυτοί πεθάνουν.


     Μη με κοιτάς περίεργα που κλαίω. Σκέφτομαι τις ατέλειωτες μέρες που ταξίδεψες χωρίς τα παιχνίδια σου, με τα ποδαράκια σου να πονάνε από την κούραση ή στοιβαγμένος επάνω σε καρότσες φορτηγών, με κρύο και με ζέστη, μέσα από δάση και την έρημο. Νηστικός πολλές φορές και κουρασμένος, βρεγμένος ως το κόκκαλο και άπλυτος για μέρες. Πόσες φορές αποκοιμήθηκες στης μαμάς ή στου μπαμπά την αγκαλιά, κάτω από τα άστρα που σε πείσμα της αναίτιας φυγής άναβαν κάθε βράδυ για να σε νανουρίσουν! Πόσες φορές έκλαψες μαζί με τα αδέρφια σου, τον Χασάν και τη Λάιλα, γιατί θέλατε να γυρίσετε στο σπίτι...
     Άκουσα την καρδούλα σου να χτυπά γρήγορα όταν περνώντας από τη Συρία άκουσες ασταμάτητους πυροβολισμούς και αεροπλάνα να ρίχνουν βόμβες. Μπήκες στο καραβάνι κι είδες πρόσφυγες χιλιάδες που  έτρεχαν να σωθούν, παιδάκια ορφανά κι άλλα που είχαν χάσει το χέρι ή το πόδι τους. Θυμάμαι κοίταξες παράξενα την Ιζάρ, που δε σε έβλεπε γιατί είχε χάσει το φως της από τα θραύσματα μιας βόμβας και σε κατάλαβε μονάχα όταν την πήρες αγκαλιά. Θυμάσαι το χαμόγελό της; Για ένα τέτοιο παιδικό χαμόγελο ζω κάθε μέρα κι εγώ Ανουάρ. Για ένα τέτοιο χαμόγελο.
     Σε είδα να φτάνεις μπροστά στην απέραντη θάλασσα της Ελλάδας και ένιωσα τον τρόμο που ένιωσες όταν σε έβαλαν με το ζόρι μέσα σ’ εκείνη τη σάπια βάρκα για να περάσετε κρυφά απέναντι. Φοβήθηκα μην πάθεις τίποτα, μην πέσεις μέσα στο νερό μιας και δεν ήξερες κολύμπι. Δόξα τω Θεώ τα κατάφερες! Άλλα παιδάκια δεν μπόρεσαν να φτάσουν. Μη με ρωτάς που τα ξέρω όλα αυτά. Ήμουν μαζί σου από την ώρα που έφυγες με κλάματα από το σπίτι,  κι έκλαιγα κι εγώ μαζί σου. Μη με ρωτάς πως έγινε αυτό. Ο Θεός ξέρει.
     Κι όταν έφτασες μετά από δύο ολόκληρα χρόνια και τόσες περιπέτειες στην Ελλάδα μου, είδες και ένιωσες πράγματα που τα δικά μου παιδάκια δεν έχουν. Είδες εκείνες τις πολύ καλές κυρίες που σας χαμογέλασαν, σας μαγείρεψαν και σας έδωσαν ρούχα καθαρά από φιλότιμο κι αγάπη. Ήρθαν και τα παιδιά τους και σας έφεραν παιχνίδια να έχετε με τα αδέρφια σου να παίζετε. Είδες και τους άλλους, εκείνους με τις μπλούζες με τα μεγάλα γράμματα, που όλο έλεγαν πως νοιάζονται για σένα κι όλο σε κορόιδευαν και σε χρησιμοποιούσαν για να βγάλουν λεφτά. Είναι οι ίδιοι εκείνοι που έμαθαν τον μπαμπά σου να λέει ψέματα, να δηλώνει τρία – τέσσερα ονόματα και δυό – τρεις τόπους καταγωγής. Αυτοί οι άνθρωποι Ανουάρ είναι φίλοι με τον Λαθρέμπορο, δουλεύουν μαζί. Ξέρεις τι δουλειά κάνουν; Είναι δολοφόνοι πατρίδων, σαν εκείνους που πήγαν στη δική σου πατρίδα και την κατέστρεψαν. Δολοφόνοι που σκοτώνουν τα όνειρα και το μέλλον παιδιών σαν εσένα που ήρθες εδώ και παιδιών σαν αυτά που θα βρεις στη Σπάρτη.

     Και τώρα, εγώ κι εσύ θα ζήσουμε μαζί, κι ας μην ρώτησαν κανέναν απ’ τους δυό μας αν θέλουμε. Εδώ που τα λέμε βέβαια, εμείς μπορούμε να περάσουμε τέλεια! Για τους μεγάλους όμως, είναι γάμος με το ζόρι. Κι όταν το ζευγάρι δεν έχει πρώτα ερωτευθεί για να θυμάται στις δυσκολίες της ζωής το συναίσθημα εκείνο που τους έκανε να ενώσουν τις ζωές τους, είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή θα χωρίσει...
   Δεν έπρεπε να φύγεις απ’ το σπίτι σου Ανουάρ. Κι αφού έκαναν το λάθος και σε πήραν, έπρεπε τουλάχιστον να σε πάνε σε μια χώρα διπλανή, εκεί που οι άνθρωποι ζουν με τον τρόπο που ζεις κι εσύ. Ο Λαθρέμπορος όμως και οι άλλοι με τις μπλούζες με τα μεγάλα γράμματα δε θα έβγαζαν αρκετά λεφτά, ούτε θα πετύχαιναν τη δουλειά που τους έβαλαν να κάνουν. Μη με ρωτήσεις ποιοι τους έβαλαν ή τι σκοπό έχουν. Είμαι μικρός όπως κι εσύ, δεν ξέρω να σου πω για τους μεγάλους. Σε έφεραν λοιπόν στη Σπάρτη, μα εδώ δεν είναι έτσι όπως θα περίμενες να είναι! Ο δικός μου κόσμος είναι τελείως διαφορετικός απ’ τον δικό σου. Δε μιλώ για εμάς τους δυό. Για τον κόσμο των μεγάλων μιλώ. 
   Δεν έχει νόημα όμως να μιλάμε γι όσα έγιναν. Με το παρελθόν δεν τα έβαλε κανείς κι όποιος το έκανε την ώρα του έχασε. Τώρα πρέπει να παλέψουμε για εμένα και για σένα. Μιας και είμαι μεγαλύτερος, θα σου μιλήσω πρώτα για μένα, πόσο βάρος πρέπει να σηκώσω εγώ για να τα καταφέρουμε.
    Πρέπει λοιπόν Ανουάρ να αποδείξω πως είμαι Ορθόδοξος Χριστιανός και σε αγαπάω όσο τον εαυτό μου. Πως νοιάζομαι για εσένα όσο και για τα παιδιά μου. Πως έχω τόσο ελληνικό φιλότιμο όσο λένε για μένα. Πως έχω υπομονή όσο οι πρόγονοί μου που έζησαν πολύ δύσκολα χρόνια και πως είμαι τόσο γενναίος όσο ο παππούς μου ο Λεωνίδας, εκείνος ο γίγαντας με το σπαθί, στο τέλος του δρόμου με τους φοίνικες! Πρέπει να συνηθίσω τον τρόπο που ζεις εσύ και όλοι όσοι ήρθατε παρέα, να ανεχτώ τις παραξενιές σου, να σεβαστώ τα αλλόκοτα για εμένα ήθη και τα έθιμά σου. Πρέπει ακόμα, κι αυτό ίσως είναι το πιο δύσκολο, να ανεχτώ την αδικία και τον ρατσισμό που γίνεται εις βάρος μου. Υπάρχουν αρκετοί συμπολίτες μου που δεν έχουν καθόλου χρήματα, ενώ στη δική σου οικογένεια δίνουν αρκετά κι ας μην δουλεύει ο μπαμπάς και η μαμά (αυτοί που σας έφεραν δε θα τους δώσουν δουλειά κι αν ποτέ τους δώσουν θα είναι για να τους εκμεταλλευτούν). Υπάρχουν γείτονές μου που ζουν σε πολύ χειρότερες συνθήκες από αυτές που ζεις εσύ στο ξενοδοχείο. Υπάρχουν γνωστοί μου που δεν έχουν γιατρό και φάρμακα, ενώ η δική σου οικογένεια έχει. Υπάρχουν Σπαρτιάτες που ντρέπονται να βγουν στο δρόμο γιατί χρωστάνε χρήματα σε άλλους Σπαρτιάτες, ενώ εσύ θα κυκλοφορείς άνετα στα φαρδιά πεζοδρόμια. Υπάρχουν ακόμα πολλοί που ζουν έξω από την πόλη και δε προσέχει κανείς το σπίτι και τα χωράφια τους, ενώ εσένα Ανουάρ θα σε φυλάνε συνέχεια να μη σε πειράξει κανείς.
  Έχεις κι εσύ βέβαια βάρος να σηκώσεις. Πρέπει να ανεχτείς τα βλοσυρά και ρατσιστικά βλέμματα κάποιων που δε σε θέλουν εδώ, να καταπιείς την πίκρα όταν ακούσεις τη μαμά του άλλου παιδιού που θα του πει να μη σε πλησιάσει. Θα χρειαστεί να εξηγήσεις σε ομοεθνή σου παιδιά - που οι γονείς τους ήρθαν επίσης παράνομα πριν χρόνια στην Ελλάδα - γιατί εσένα σε φροντίζουν κι εκείνα όχι. Πρέπει να σεβαστείς κι εσύ τα δικά μου ήθη και έθιμα, τον τρόπο που ελεύθερα διάλεξα να ζω και δε θέλω να χαλάσω. Πρέπει να καταφέρεις να ξεφύγεις απ’ το γκέτο – θα μάθεις τη λέξη όταν μεγαλώσεις – που θα φτιάξετε αργά ή γρήγορα οι οικογένειες που ήρθατε εδώ. Πρέπει πάση θυσία να πας σχολείο και να μορφωθείς (αν και όσοι σε έφεραν εδώ δεν έχουν κάνει τίποτα, ούτε πρόκειται να κάνουν για να σου βρουν δάσκαλο και σχολείο), να μάθεις την ιερή γλώσσα και την  ένδοξη ιστορία του τόπου που σε φιλοξενεί για να μπορέσεις να καταλάβεις στο πέρασμα του χρόνου το βρώμικο παιχνίδι που έπαιξαν μαζί μου και μαζί σου από τη μέρα που γεννήθηκες. Πρέπει ακόμα να μάθεις -  και να μη το ξεχάσεις ποτέ - να είσαι περήφανος που είσαι Ιρακινός και μιλάς την υπέροχη αραβική γλώσσα. Κι όταν μεγαλώσεις και γίνεις παλικάρι, να γυρίσεις στο χωριό σου και να φτιάξεις τη ζωή σου. Αυτή που κάποιοι σου έκλεψαν νωρίς.

   Μεγάλο το βάρος Ανουάρ και για τους δυό μας, πολύ μεγάλο. Η ζωή είναι άδικη, αλλά μη στεναχωριέσαι. Κι εμένα με αδίκησαν, με κορόιδεψαν άνθρωποι που έλεγαν πως είναι φίλοι μου, με συκοφάντησαν και είπαν ψέματα για μένα. Αλλά άντεξα όπως άντεξες κι εσύ να φτάσεις ως εδώ - ήρωας αληθινός! - κι ας ήθελαν αυτοί που σε οδήγησαν να μη τα καταφέρεις για να εμπορευτούν ακόμα και την απώλειά σου! Ο Θεός μου, που θα γεννηθεί σε λίγες ημέρες, ήταν κι Αυτός κυνηγημένος από κούνια, πρόσφυγας στα δυό Του χρόνια. Αν ακούσεις τις καμπάνες να χτυπάνε χαρούμενα στις 25 του Δεκέμβρη, είναι που θα γεννιέται Εκείνος. Η Αλήθεια και το Φως, η Ελευθερία και η Ελπίδα.
    Έχεις όνειρο να γίνεις ποδοσφαιριστής και πιλότος σαν τον Θεόδωρό μου! Το ξέρω και θα κάνω ότι χρειάζεται για να γίνει αληθινό! Θα έρθω στα κρυφά - χωρίς κάμερες και μπλούζες με μεγάλα γράμματα - όπως έχω κάνει και άλλες φορές σε άλλες περιπτώσεις, θα σου χαμογελάσω και θα σου πω πως όλα θα πάνε καλά. Όσα μοιάζουν αδύνατα για τους ανθρώπους, είναι δυνατά για τον Θεό. Θα έρθω μαζί με την σύζυγο και τα παιδιά μας, που τα διδάσκουμε – όπως μας δίδαξαν κι εμάς οι γονείς μας - να σε αγαπήσουν, ελπίζοντας πως και ο μπαμπάς σου θα κάνει το ίδιο. Η αδερφή μου, που είναι κι αυτή μικρή σαν εσένα κι ας φαίνεται μεγάλη, φροντίζει να πηγαίνει σχολείο ένας φίλος σου που βρέθηκε στη Λάρισα, ενώ ο αδερφός μου στην Αθήνα στέλνει πράγματα στους φίλους σου που έμειναν πίσω και ευτυχώς δεν ταξίδεψαν.
   Τώρα που θα χωριστούμε, να μην κλάψεις ξανά! Ο κόσμος των μεγάλων είναι παράξενος, γι’ αυτό όταν μεγαλώσεις κοίτα να μείνεις μικρός! Να θυμάσαι για πάντα αυτό που θα σου πω τώρα: Να εμπιστεύεσαι μονάχα τον Θεό, γιατί είναι ο Μόνος που δε θα σε προδώσει ποτέ! Δε θα σε ξεχάσω, θα έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ και θα σου λέω κι ένα τραγούδι που έγραψα πριν χρόνια. Το ρεφρέν πάει κάπως έτσι: «Άγγελέ μου φύλαξέ μου, όσα ελπίζω κι όσα ζω»… 

Ευάγγελος Θεοδώρου