Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Με αφορμή την Χριστού Γέννα

Όταν, δι’ ευχών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου και προσκλήσεως των Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Λακεδαιμονίας κ. Θεοφίλου και Πανοσιολογιωτάτου π. Σεραφείμ Κοσμά, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, κλήθηκα να μοιραστώ τις σκέψεις μου -τις ημέρες αυτές που γιορτάζουμε τη μητρόπολη των εορτών κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο- στην παραδοσιακή σύναξη των στελεχών του νεανικού έργου της Μητροπόλεώς μας, θυμήθηκα ανάλογη πρόσκληση πριν από κάμποσα χρόνια, στη σύναξη που είχε πραγματοποιηθεί τότε στη Ιερά Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα. Και συλλογίστηκα την άγνοια της ηλικίας που όλα τα καταλάβαινε, όλα τα ήξερε, όλα μπορούσε να τα πει. Μα όσο τα χρόνια περνάνε και η ζωή αποκαλύπτεται ολοένα και πιο πλατιά, στοχάζεται κανείς -αν θελήσει με τιμιότητα να σταθεί εμπρός στο κάτοπτρο της αλήθειας του- πως ο αρχαίος πρόγονος είχε απόλυτο δίκιο όταν διαπίστωνε πως «έν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα». Δεν πρόκειται απλά για ένα ευφυολόγημα, ούτε για κάποιου είδους υπεκφυγή, αλλά για το μέτρο με το οποίο μπορεί να σταθεί η ανθρώπινη μερικότητα εμπρός στο θαύμα που συντελείται ξανά ετούτες τις ημέρες και για το οποίο καλείται να μιλήσει, με εφόδιο τα λόγια των αγίων που η αντιγραφή τους αποτελεί κλεψιά επαινετή και ακατηγόρητη όπως μας βεβαιώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.

Είναι τουλάχιστον παρήγορο, πως ακόμα και ο μεγάλος υμνογράφος της εκκλησίας μας Ιωάννης ο Δαμασκηνός, δικαιολόγησε με τα παρακάτω λόγια την ανθρώπινη αδυναμία να περιγράψει και να υμνήσει όπως πρέπει την Γέννα του Χριστού: Είναι ευκολότερο για εμάς να αγαπάμε τη σιωπή, γιατί αποφεύγουμε έτσι να πούμε κάτι λάθος. Το να στιχοπλέκουμε λοιπόν Παρθένε ύμνους έντεχνα πλασμένους είναι δύσκολο και κοπιώδες, μα τολμούμε από πόθο για Εσένα. Όση λοιπόν είναι η δική μου προαίρεση, άλλη τόση δίνε και σε εμένα τη δική σου δύναμη![1]».

Τα Χριστούγεννα είναι «τα σωτήρια του κόσμου, η γενέθλια ημέρα της ανθρωπότητας, η κοινή εορτή πάσης της κτίσεως» όπως δηλώνει πανηγυρικά ο Μέγας Βασίλειος. Κι είναι πράγματι τα σωτήρια του κόσμου, γιατί ο Υιός του Θεού προσλαμβάνει το χώμα μας για να ξαναφτιάξουμε τον κόσμο, να διορθώσουμε τα λάθη, να ξαναβάψουμε ό,τι ξεθώριασε, να χαρούμε απ’ την αρχή! Με την ενανθρώπηση του Χριστού ο ρους της ιστορίας σταματά, ο χρόνος μηδενίζεται, το πριν και το μετά αποκτούν κυριολεκτική σημασία, η ζωή των ανθρώπων -του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά- αποκτά δικαίωμα σε μια βιωτή αναγεννημένη στην κολυμβήθρα της θεϊκής αγάπης, αφού ήρθε για να αγιάσει, όπως λέει ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, με το ανθρώπινο του Θεού τον άνθρωπο[2].

Μέσα στην καρδιά του χειμώνα, όπου η κτίση όλη εργάζεται μυστικά κυοφορώντας τους καρπούς της άνοιξης, ο κόσμος όλος γιορτάζει τον ερχομό του Δημιουργού της, που ήρθε ταπεινά για να αναπλάσει στην αρχαία ομορφιά το δημιούργημά Του και να ξανα-δώσει στους ανθρώπους έναν κόσμο κάλλιστο, αποτύπωμα και φανέρωμα της δικής Του πανσοφίας.

Με την Γέννησή Του, όπως πάλι σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος, ο «Λόγος του Θεού εκένωσεν εαυτόν, ίνα τω κενώματι αυτού πληρωθεί ο κόσμος». Άδειασε ο Δημιουργός ολόκληρη τη θάλασσα της παναγάπης Του, ώστε με το δικό του άδειασμα να γεμίσει ο κόσμος ύδατα θεϊκά, αντίστοιχα με εκείνα της δεύτερης ημέρας της κοσμογονίας. Κι αφού προγνώριζε ο Θεός ότι ήταν λίαν καλό αυτό το άδειασμα, δεν αναπαύτηκε, αλλά ξεκίνησε το λυτρωτικό του σχέδιο μέσα στον ιστορικό χρόνο των ανθρώπων. Όπως με τον θάνατό Του νίκησε τον θάνατο, έτσι και με την πάμπτωχη Γέννησή Του πτώχευσε «ἵνα ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ θεότητα»[3]. Μετατρέπει τη φτώχεια μας σε πλούτο, κάνει το χώμα μας χρυσό, αντιστρέφει τους όρους της φύσεως για χάρη μας. Μέσω του αστέρος καλεί τους Μάγους σε ένα ευτελέστατο σπήλαιο για να τους καταπλήξει όχι με πολυτελή σκήπτρα και θρόνους, αλλά με την εσχάτη Του πενία όπως διαβάζουμε στην Υπακοή του Όρθρου των Χριστουγέννων.

Ο Παράδεισος άνοιξε στη γη όχι σε κάποιο από τα μέγαρα των ανθρώπων, αλλά στο ταπεινό σπήλαιο της Βηθλεέμ. Σε μια ποιητική έξαρση ο μέγιστος των υμνογράφων Ρωμανός ο Μελωδός, χρησιμοποιεί την σιωπηλή και Παρθένο Μητέρα του Θεού για να δηλώσει την έκπληξή του για το παράδοξο, πέρα από κάθε φαντασία, θαύμα:

 

Υψηλέ βασιλεύ, τι σοι και τοις πτωχεύσασι;

Ποιητά ουρανού, τι προς γηίνους ήλυθας;

Σπηλαίου ηράσθης η φάτνη ετέρφθης;

Ιδού ουκ έστι τόπος τη δούλη σου εν τω καταλύματι·

ου λέγω τόπον, αλλ’ ουδέ σπήλαιον,

ότι και αυτό τούτο αλλότριον·

και τη μεν Σάρρα τεκούση βρέφος

εδόθη κλήρος γης πολλής, εμοί δε ουδέ φωλεός·

εχρησάμην το άντρον ο κατώκησας βουλήσει,

παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».[4]

 

Ο άκρα ταπεινός Κύριος αναπαύτηκε μέσα στο σπήλαιο λοιπόν, κι εκεί θα αναπαύεται πάντα. Συνέλαβε εξαίσια το βαθύτερο ετούτο νόημα και ο μεγάλος του αιώνα μας Φώτης Κόντογλου, όταν στο διήγημα «Γιάννης ο Ευλογημένος» παρουσιάζει τον εορτάζοντα Άγιο Βασίλειο τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς να επισκέπτεται έναν απλοϊκό βοσκό, έναν απόγονο των αρχαίων ποιμένων που είδαν τον Κύριο. Ο ταπεινός Θεός αναπαύεται στην υλική φτώχεια γιατί εκεί κρύβεται συχνά ο πνευματικός πλούτος των ταπεινών ανθρώπων, που στόλισαν το παλάτι της ψυχής τους όπως ακριβώς προτρέπει ο υμνογράφος: «καὶ νοῦν καθαρθέντες, τῷ βίῳ προσενέγκωμεν, ἀρετάς ἀντὶ μύρου, προευτρεπίζοντες πιστῶς, τῶν Γενεθλίων τὰς εἰσόδους, ἐπὶ τῶν ψυχικῶν θησαυρισμάτων»[5].

Με την πάμπτωχη Γέννα του ο Κύριος, που ήρθε για να παύση τα σκιώδη και να σκεπάσει σαν πατέρας στοργικός τα πάθη μας, προσλαμβάνει και τη δική μας πνευματική πενία για να την αντικαταστήσει με πλούτο ουράνιο, μας υιοθετεί για να μας καταστήσει κληρονόμους της βασιλείας του, μετόχους των μυστικών απολαύσεων του πνεύματος, κοινωνούς και συμπολίτες των Αγίων και των Αγγέλων. Το μεγαλύτερο δώρο των Χριστουγέννων είναι ο ίδιος ο προσφερόμενος και ουδέποτε δαπανώμενος Χριστός, ο Μεγάλος Επισκέπτης που επαναλαμβάνει την σεμνή του επίσκεψη από άμετρη αγάπη προς εμάς σε κάθε Θεία Λειτουργία, ο Λυτρωτής και Ελευθερωτής των δεσμών της φθοράς, το Άστρο που φωτίζει ολοχρονίς τον δρόμο της επιστροφής σε Εκείνον.     


Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα χαράς και πνευματικής κοσμογονίας, γυρνώ τα μάτια μου στον έξω κόσμο και θλίβομαι. Η ανθρωπότητα από χρόνια κοιλοπονούσε και τώρα πια τα τέρατα που γέννησε, βγήκαν σεργιάνι και κατατρώνε τις σάρκες του κόσμου όλου. Μια απέραντη έρημος αντικαθιστά την Εδέμ, γη άνυδρη και σκληρή απλώνεται μπροστά, κι εμείς -θέλοντας και μη- πρέπει να την διαβούμε. Ο κόσμος όπως το γνωρίζαμε για χιλιετίες ολάκερες άλλαξε μάλλον οριστικά, βεβαιότητες και παραδόσεις δοκιμασμένες στην εμπειρία και τη σοφία των γενεών τσαλαπατήθηκαν βάναυσα και απαξιώθηκαν. Κάθε τίμιος άνθρωπος που διασώζει στην καρδιά του λίγα ψήγματα αξιοπρέπειας, θρηνεί. Και μοιάζει ο θρήνος αυτός με εκείνον που απλώθηκε στην Βασιλεύουσα τις ημέρες της Άλωσης. Οι εχθροί μπήκαν στην πόλη…

Δεν έχω τον τρόπο, ούτε ίσως την υπομονή να κατέβω όλα τα σκαλιά της αβύσσου για να τη δω και να την περιγράψω, να την αναλύσω και να την εξηγήσω με μεθοδολογία επιστημονική. Ίσως μάλιστα να αποτελεί μάταιο κόπο μια τέτοια απόπειρα αφού, μακάρι να έκανα λάθος, το σκοτάδι ολοένα βαθαίνει και τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα. Η απαισιοδοξία αυτή όμως αφορά, ευτυχώς, μονάχα τα ανθρώπινα.

«Ένα άλλο βράδυ -γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης στο ποίημα του με τίτλο «Η Γέννηση»- τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. «Είδες –μου λέει– γεννήθηκε η ευσπλαχνία!» Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό».

Η ευσπλαχνία Εκείνου, δίνει και σε εμάς το κουράγιο και την ασίγαστη όρεξη να εργαστούμε από κοινού και με πνεύμα θυσιαστικής αγάπης στον αμπελώνα του Κυρίου, να διακονήσουμε την τοπική Εκκλησία και το ποίμνιο που μας εμπιστεύτηκε ο Θεός. Κι είναι η διακονία αυτή -επιτρέψτε μου να πω- δυσκολότερη άλλων εποχών. Γιατί πια δε μιλάμε μονάχα για την κατήχηση στην πίστη ή την εν Χριστώ ζωή στην Κατασκήνωση.

Ο κατηχητής και ο ομαδάρχης πρέπει να ενσαρκώνουν στην καθημερινότητα -στον τόπο διαμονής και το χώρο εργασίας- το πρότυπο που λείπει από την κοινωνία, να βεβαιώνουν σε έναν κόσμο που πεθαίνει, πως υπάρχει ζωή, να επαληθεύουν βιωματικά τη σωτηριολογική πρόταση του Ευαγγελίου.

Η αγαπητική προσφορά στα παιδιά είναι η σπουδαιότερη ποιμαντική εργασία της τοπικής μας Εκκλησίας, και πολύ καλά κάνει ο Σεβασμιώτατος να στρέφει συνεχώς τις δυνάμεις της Μητροπόλεως προς τη νέα γενιά. Μονότονα επαναλαμβάνουμε πως το μέλλον ανήκει στα παιδιά και είναι πράγματι έτσι, αφού αυτά είναι τα μοναδικά υγιή κύτταρα της κοινωνίας μας και μάλιστα τα μικρότερα παιδιά. Εκείνα, στα οποία πρέπει να διδάξουμε χωρίς περιστροφές το σωστό και το λάθος όπως μας το έμαθε η μάνα μας, να διαχωρίσουμε το καλό από το κακό, το σπουδαίο από το ασήμαντο, το ουσιώδες από το ανούσιο, να καλλιεργήσουμε την αισθητική που διακρίνει το όμορφο από το άσχημο, το έντεχνο από το άτεχνο.

Σε έναν κόσμο που μεταβάλλει τα συστατικά του χαρακτηριστικά με ασύλληπτη ταχύτητα, σε έναν πολιτισμό όπου η τεχνητή νοημοσύνη σύντομα θα αντικαταστήσει μέρος των κοινωνικών μας λειτουργιών, το μήνυμα του Ευαγγελίου αποδεικνύεται εξαιρετικά σύγχρονο, απόλυτα προοδευτικό και μοντέρνο, ουσιαστικά εντός της σύγχρονης ζωής.

Ακούμε, όλο και πιο συχνά, φωνές που ζητούν από την εκκλησία να αλλάξει, να έρθει «πιο κοντά» σε ό,τι συμβαίνει σήμερα. Κι όμως! Η Εκκλησία ήταν, είναι και θα είναι πάντα όχι απλά κοντά, αλλά μέσα σε κάθε εποχή. Και αυτό γιατί ο Χριστός, χθες και σήμερα και στον αιώνα, παραμένει το Βρέφος που γεννιέται ξανά και ξανά και ανακαινίζει την κτίση. Η Εκκλησία δεν πρέπει να αλλάξει τίποτε απολύτως, πλην του τρόπου εκφοράς και προσεγγίσεως. Εμείς όλοι πρέπει να αλλάξουμε εντός μας και να επιστρέψουμε στις πνευματικές μας βάσεις, που δεν είναι άλλες από τις διαχρονικές συνταγές της μετάνοιας, της εξομολόγησης, του εκκλησιασμού, της Θείας Κοινωνίας. Όσο παραχωρούμε χώρο στην καρδιά μας για να ζήσει μέσα της ο Χριστός, τόσο θα παραμένουμε το άλας του κόσμου, που μπορεί να λιγοστεύει αλλά πάντοτε μένει ποσότητα ικανή να αλατίσει τη ζωή.

«Ρίζες βαθιές και φτερά για να πετάξουν» πρέπει να είναι η διδασκαλία μας θαρρώ σήμερα στα παιδιά∙ στο Κατηχητικό και στην Κατασκήνωση. Λίγα λόγια και πολύ παράδειγμα. Τα παιδιά κουράστηκαν από λόγια, αφού όλοι κάτι τους λένε και τελικά μόνο θόρυβος γίνεται. Έχουν ανάγκη από παράδειγμα. Σε μια παρέα που κάναμε, δι’ ευχών του Σεβασμιωτάτου, με τους Κατασκηνωτές της πρώτης περιόδου των αγοριών μόλις δύο μήνες μετά από όσα ζήσαμε στην Ταϋγέτη, ελάχιστα θυμούνταν το θέμα ή τί είχαμε συζητήσει στο Αγιογραφικό Ανάγνωσμα. Όλα όμως θυμούνταν το Παιχνίδι του Δάσους, τον περίπατο στον Μπαρσινίκο, τη βραδινή προσευχή και «Τὴν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου» που ψέλναμε κάθε βράδυ μέσα στο σκοτάδι. Κι έμεινα βέβαιος, πως τα παιδιά δεν θέλουν λόγια. Πρότυπο και βίωμα χριστιανικό θέλουν, ανυπόκριτο και αληθινό.

Κάθε διαθέσιμο τεχνολογικό μέσο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για τα επιμέρους της ποιμαντικής μας δράσης, είμαι της γνώμης πως πρέπει να το αξιοποιήσουμε. Όμως, να προσέξουμε την λεπτή γραμμή που χωρίζει τον εκσυγχρονισμό από την εκκοσμίκευση. Δεν πρέπει να γίνουμε ίδιοι με τον κόσμο. Πρέπει να γίνουμε ίδιοι με τους Αγίους και τον Χριστό. Και τότε θα έχουμε κερδίσει τον κόσμο. Χωρίς φωνασκίες και υπέρμετρες δημόσιες φανερώσεις.

Με αναπαύει που στην Μητρόπολη μας δεν διαφημίζουμε την εργασία μας. Ο Χριστός άλλωστε εργάζεται μυστικά, στις καρδιές των ανθρώπων, δεν χρειάζεται ούτε φωτογραφίες στα social media, ούτε ψηφιακά likes που μάλλον τον εγωισμό μας θρέφουν. Είναι καιρός θαρρώ να αντλήσουμε παράδειγμα από την ησυχαστική μας παράδοση, μέσω της οποίας η ορθοδοξία και ο ελληνισμός επιβίωσαν σε καιρούς δύσκολους, όταν δεν υπήρχε τόπος να καταλύσει ήσυχα η πίστη. Οι δικοί μας καιροί μοιάζουν με εκείνους της Άλωσης και της προσφυγιάς. Μοναδικός δρόμος να εργαστούμε σιωπηλά για να παραδώσουμε κι εμείς ήσυχα και ταπεινά στους επόμενους τον αδαπάνητο και λυτρωτικό πλούτο της πίστεως.

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί μου αδερφοί. Δίπλα στις πολλές ευχές των ημερών, ας προσθέσουμε άλλες τόσες και περισσότερες προσευχές προς Εκείνον που μπορεί να πραγματοποιήσει κάθε μας ευχή. Ας εναποθέσουμε την πάσα ελπίδα μας στην Κυρία Θεοτόκο και στον Πανάγαθο Θεό που μεθαύριο θα φανερωθεί ολόκληρος στα Θεοφάνεια και επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω τα λόγια του υμνωδού ως κατακλείδα αντί άλλων ευχών για το νέο έτος που μόλις ανέτειλε στον ορίζοντα της ιστορίας:

«Ὁ τῶν αἰώνων ποιητὴς καὶ δεσπότης, Θεέ τῶν ὅλων, ὑπερούσιε ὄντως, τήν ἐνιαύσιον εὐλόγησον περίοδον, σῴζων τῷ ἐλέει σου τῷ ἀπείρῳ, οἰκτίρμον, πάντας τοὺς λατρεύοντας σοί τῷ μόνῳ Δεσπότῃ καὶ ἐκβοῶντας φόβῳ Λυτρωτά, εὔφορον πᾶσι τό ἔτος χορήγησον».

 

Ευάγγελος Θεοδώρου

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Πνευματικό Κέντρο Ενορίας Αφυσσού



[1] Ελεύθερη μετάφραση της Θ’ Ωδής του ιαμβικού κανόνα των Χριστουγέννων

[2] Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος εις το Άγιον Πάσχα, PG 36,653.

[3] Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος ΛΗ’ Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36,333.

[4] Ρωμανός ο Μελωδός, Κοντάκιο Χριστουγέννων, Οίκος γ’.

[5] Μεγάλες Ώρες Χριστουγέννων, Δοξαστικό Στ’ Ώρας

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Συζητώντας για την Επανάσταση μια νύχτα του 1836 στο Σινά

            Μέρες που είναι, ο νους μου τριγυρνούσε στις μεγάλες στιγμές της Επανάστασης του 1821, αφημένος στο νοερό προσκύνημα στους ήρωες που κοσμούσαν κάποτε το παιδικό μου δωμάτιο. Μελετώντας (για λόγους ακαδημαϊκούς) ταξιδιωτικά κείμενα δυτικών περιηγητών της Ανατολικής Μεσογείου στο πρωτότυπο, εντελώς ανέλπιστα έπεσα επάνω σε ένα σχετικό με την Επανάσταση απόσπασμα ενός σπουδαίου Αμερικανού, του John Lloyd Stephens (1805-1852).

            Στα τριάντα τρία του χρόνια ο Stephens διέσχισε τον Ατλαντικό με σκοπό να ταξιδέψει στους τόπους που είχε γνωρίσει μέσα από τις κλασσικές σπουδές στα πανεπιστήμια του New Jersey και του New York. Αφού επισκέφθηκε την Ελλάδα, έφτασε στην Αίγυπτο τον Δεκέμβρη του 1835. Τον Μάρτη του 1836, ξεκίνησε με ένα μικρό καραβάνι το μακρύ και επίπονο ταξίδι για το Σινά. Μετά από δέκα ημέρες πορείας στη σκληρή έρημο της Πετραίας Αραβίας, έφτασε νύχτα κάτω από το καστρομονάστηρο της Αγίας Αικατερίνης. Στάθηκε έξω από τα τείχη και έβαλε μια φωνή. Ξάφνου, ένα ασπρογένης μοναχός φάνηκε από ψηλά, ένα σκοινί κατέβηκε, ο Stephens έδεσε το συστατικό γράμμα που είχε από το Μετόχι του Σινά στο Κάιρο και το άφησε να φτάσει στα χέρια του καλόγερου. Λίγο αργότερα ένα άλλο σκοινί ρίχτηκε από ύψος 10 μέτρων, ο Stephens δέθηκε και οι μοναχοί τον τράβηξαν στο αρχαίο μοναστήρι. Στα σκοτάδια χέρια ανοίχτηκαν σε αγκαλιές καλωσορίσματος, γενειάδες μπλέχτηκαν στους ασπασμούς φιλίας με τον Αμερικανό να έχει μείνει εμβρόντητος από την αγάπη και την υποδοχή που του επεφύλασσαν οι ασκητές της ερήμου. Μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια της Ιουστινιάνειας πολιτείας τον οδήγησαν στο κελλί που θα κοιμόταν και του πρόσφεραν να φάει. Όταν τελείωνε το αυστηρά νηστίσιμο -λόγω Σαρακοστής- μα πλούσιο για τον επισκέπτη δείπνο, εμφανίστηκε μέσα από τα σκοτάδια ο ασπρογένης -γύρω στα 60- Δικαίος της Μονής∙ ο πρώτος μετά τον Αρχιεπίσκοπο (πιθανότατα Νεόφυτος το όνομά του).

            Κι αμέσως, ακολούθησε ένας διάλογος που βαραίνει αιωνιότητα. Μνημείο πατριωτισμού για τους Έλληνες τους εντός ή τους μακριά και περηφάνιας για τους Αμερικανούς που στήριξαν έμπρακτα την Επανάσταση των ένδοξων Ελλήνων. Ήταν ένας διάλογος συγκινητικός και προφητικός συνάμα, μεταξύ αγνώστων που έγιναν μονομιάς φίλοι και αδελφοί γιατί μοιράζονταν την ίδια αγάπη για τις πατρίδες τους, το ίδιο πάθος για ελευθερία τα οποία στην εποχή μας είναι πια ζητούμενα. 

            Επέλεξα να μεταγράψω, να μεταφράσω και να δημοσιεύσω το απόσπασμα αυτό γιατί μέσα στο αίμα μου, μαζί με την Ελλάδα, κυλάει και άφθονο Σινά. Εκεί όπου οι Έλληνες και Φιλέλληνες μοναχοί φρουρούνε άγρυπνοι, με θυσίες πολλές και για αιώνες πολλούς, τις Θερμοπύλες του βυζαντινού ελληνισμού. Εκεί όπου οι μοναχοί διακατέχονται και σήμερα με τα ίδια εκείνα πατριωτικά αισθήματα, το ίδιο εκείνο πνευματικό πάθος και εγρήγορση με αυτήν που είχε ο εκκλησιαστικός τους πρόγονος δύο αιώνες πριν.

            Τιμή και δόξα στους ομηρικούς ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Τιμή και δόξα στους Φιλέλληνες που στήριξαν με χίλιους δυο τρόπους τον αγώνα για την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία. Τιμή και δόξα στους φρουρούς τους κάστρου της Αγίας Αικατερίνης.

«…The superior was a Greek by birth, and though / it was forty years since he had first come to the /  convent of Sinai, and twenty years since he entered / it for the last time, ha was still a Greek in heart. / His relations with his native land were kept up by / the occasional visits of pilgrims. He had heard / of their bloody struggle for liberty, and of what / America had done for her in her hour of need, / and he told me that, next to his own country, he / loved mine; and, by his kindness to me as an in-/dividual, he sought to repay, in part, his country's / debt of gratitude . In my wanderings in Greece, / I had invariably found the warmest feeling to-/wards my country. I had found it in the offices / of government, in my boatmen , my muleteer, and / I remember a ploughman on immortal Marathon / sang in my greedy ears the praises of America. / I had seen the tear stream down the manly cheeks / of a mustachoed Greek when he talked of America. / I had seen those who had received directly from / the hands of my countrymen the bounty that / came from home. One, I remember, pointed me / to a family of sons and daughters who , he told me, / were saved from absolute starvation by our timely / help ; and so dearly was our country loved there, / that I verily believe the mountain robber would / have spared the unprotected American.

I knew that this feeling existed in Greece, / but I did not expect to find it thus glowing in the / wilderness of Sinai. For myself, different in this / respect from most other travellers, I liked the /  Greeks. Travellers and strangers condemn the / whole people as dishonest, because they are chat-/ed by their boatmen or muleteers, without ever / thinking of their four centuries of bitter servitude; / but when I remembered their long oppression and / galling chains, instead of wondering that they / were so bad, I wondered that they were not worse. / I liked the Greeks; and when I talked of Greece / and what I had seen there, of the Bavarians lord-/ing it over the descendants of Cimon and Mil-/tiades, the face of the superior flushed and his / eyes flashed fire ; / and when I spoke of the deep / interest their sufferings and their glorious struggle / had created in America, the old man wept. Oh, / who can measure the feeling that binds a man / to his native land! Though forty years an exile, / buried in the wilderness, and neither expecting / nor wishing to revisit the world , he loved his / country as if his foot now pressed her soil, and / under his monkish robe there glowed a heart as / patriotic as ever beat beneath a soldier's corslet. / The reader will excuse an unusual touch of sen-/sibility in me when he reflects upon my singular / position, sitting at the base of Mount Sinai, and / hearing from the lips of a white-bearded Greek / the praises of my beloved country. He sat with / me till the ringing of the midnight bell for pray-/ers, when I threw myself upon the mat, and, be-/fore the hollow sounds had died away in the / cloisters , I was fast asleep…»

«…Ο προϊστάμενος ήταν Έλληνας στην καταγωγή και παρόλο που είχαν περάσει σαράντα χρόνια από τότε που πρωτοήλθε στο μοναστήρι του Σινά και είκοσι χρόνια από τότε που μπήκε σε αυτό για τελευταία φορά, ήταν ακόμα Έλληνας στην καρδιά. Οι σχέσεις του με την πατρίδα του διατηρούνταν από περιστασιακές επισκέψεις των προσκυνητών. Είχε ακούσει για τον αιματηρό αγώνα τους για την ελευθερία και για το τί η Αμερική είχε κάνει γι' αυτήν την ώρα της ανάγκης της και μου είπε ότι, δίπλα στη χώρα του, αγαπούσε τη δική μου. Με την καλοσύνη του προς εμένα, προσπάθησε να ξεπληρώσει, εν μέρει, το χρέος ευγνωμοσύνης της χώρας του προς τη δική μου. Στις περιπλανήσεις μου στην Ελλάδα είχα βρει πάντα το πιο ζεστό συναίσθημα προς τη χώρα μου. Το είχα βρει στα γραφεία της κυβέρνησης, στους βαρκάρηδές μου, στον αγωγιάτη μου και θυμάμαι έναν ζευγολάτη στον αθάνατο Μαραθώνα που τραγούδησε στα λαίμαργα αυτιά μου εγκώμια για την Αμερική. Είχα δει το δάκρυ να κυλάει στα αντρικά μάγουλα ενός άλλου μουστακαλή Έλληνα όταν μιλούσε για την Αμερική. Είχα δει αυτούς που είχαν λάβει κατευθείαν από τα χέρια των συμπατριωτών μου τη γενναιοδωρία που ήρθε από την χώρα μου. Ένας, θυμάμαι, μου έδειξε μια οικογένεια με γιούς και κόρες που, μου είπε, σώθηκαν από την απόλυτη πείνα χάρη στην έγκαιρη βοήθειά μας. Και τόσο πολύ αγαπήθηκε η χώρα μας εκεί, που πραγματικά πιστεύω ότι ακόμα κι ένας ληστής του βουνού θα έκανε ότι χρειαζόταν για γλιτώσει έναν απροστάτευτο Αμερικανό.

Ήξερα ότι αυτό το συναίσθημα υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά δεν περίμενα να το βρω έτσι λαμπερό στην ερημιά του Σινά. Για τον εαυτό μου, που έχει διαφορετική άποψη από τους περισσότερους άλλους ταξιδιώτες, μου άρεσαν οι Έλληνες. Οι ταξιδιώτες και οι ξένοι καταδικάζουν έναν ολόκληρο λαό ως ανέντιμο επειδή τυχαίνει να συνομιλούν με τους βαρκάρηδες ή τους αγωγιάτες τους, χωρίς ποτέ να σκεφτούν την τεσσάρων αιώνων πικρή δουλεία τους. Αλλά όταν θυμήθηκα τη μακρόχρονη καταπίεση και τις αλυσίδες τους, αντί να αναρωτιέμαι που ήταν τόσο κακοί, αναρωτήθηκα πως και δεν ήταν χειρότεροι. Μου άρεσαν οι Έλληνες· Και όταν του μίλησα για την Ελλάδα και ό,τι είχα δει εκεί, με τους Βαυαρούς να διαφεντεύουν τους απογόνους του Κίμωνα και του Μιλτιάδη, το πρόσωπο του προϊσταμένου κοκκίνισε και τα μάτια του πήραν φωτιά. Και όταν μίλησα για το βαθύ ενδιαφέρον που είχαν δημιουργήσει στην Αμερική τα βάσανα και ο ένδοξος αγώνας τους, ο γέροντας δάκρυσε. Ω, ποιος μπορεί να μετρήσει το συναίσθημα που δένει έναν άνθρωπο με την πατρίδα του! Αν και σαράντα χρόνια εξόριστος, θαμμένος στην ερημιά, που ούτε περίμενε ούτε ήθελε να ξαναεπισκεφτεί τον κόσμο, αγαπούσε τη χώρα του σαν να πατούσε το πόδι του στο χώμα της εκείνη τη στιγμή. Κάτω από τη μοναχικό του ένδυμα έλαμπε μια καρδιά πατριωτική όπως αυτή που χτυπά πάντα κάτω από το χιτώνιο ενός στρατιώτη. Ο αναγνώστης θα δικαιολογήσει το ασυνήθιστο άγγιγμα ευαισθησίας μέσα μου, όταν αναλογιστεί τη μοναδική μου θέση: να κάθομαι στη βάση του όρους Σινά και να ακούω από τα χείλη ενός ασπρογένη Έλληνα επαίνους για την αγαπημένη μου χώρα. Κάθισε μαζί μου μέχρι τα μεσάνυχτα όταν ακούστηκε το χτύπημα της καμπάνας που καλούσε σε προσευχές, κι αμέσως ξάπλωσα πάνω στο χαλάκι. Προτού εξαφανιστούν οι βουβοί ήχοι του μοναστηριού, κοιμόμουν βαθιά…»

Stephens, G., Incidents of travel in Egypt Arabia Petraea, v. 1, 1838, London, σ. 276-278.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Χάρη Βασιλάκου "Omerta – Ο νόμος της σιωπής"

             Κυρίες και κύριοι προσκεκλημένοι στην αποψινή σύναξη φιλαναγνωσίας προς τιμή του αγαπητού φίλου και συγγραφέα Χάρη Βασιλάκου με αφορμή την παρουσίαση του καινούργιου του βιβλίου με τον τίτλο «Omerta – Ο νόμος της σιωπής», είναι νομίζω καίριο να θέσουμε εγκαίρως κάποια ουσιαστικά ερωτήματα: Μπορεί η σιωπή να αποτελεί περιεχόμενο ενός λογοτεχνικού βιβλίου; Άραγε τα βιβλία μιλάνε; Και αν ναι, τα ακούμε; Τι λένε;

            Επιτρέψτε μου να σας βεβαιώσω πως τα παραπάνω ερωτήματα δεν αποτελούν κάποιου είδους ρητορικό σχήμα. Τίθενται στον πυρήνα του λόγου ύπαρξης της ίδιας της γραφής, όταν αυτή πέρασε από την ανάγκη της χρείας, στην αναζήτηση της αθανασίας «εκει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος» όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης, υπερθεματίζοντας έτσι πως η τέχνη του γραπτού λόγου ομιλεί, παρέχοντας τη δυνατότητα σε κάθε αναγνώστη να ακούσει όσα αντέχει ο νους και η φαντασία του.  

            Αναλογιζόμενοι αυτή την αλήθεια -το δικαίωμά μας δηλαδή στην αθανασία μέσω της τέχνης του λόγου, είτε είμαστε συγγραφείς είτε αναγνώστες- είναι λυπηρή η διαπίστωση πως σήμερα, το μέσο όρο των Ελλήνων, δεν είμαστε συστηματικοί αναγνώστες. Οι βιβλιοθήκες, όπως η Δημόσια Βιβλιοθήκη της πόλης μας που φιλοξενεί την αποψινή εκδήλωση, είναι χώροι τους οποίους σπάνια επισκεπτόμαστε και ακόμα σπανιότερα αξιοποιούμε τον πλούτο τους. Τα βιβλία που αγοράζουμε για την προσωπική μας βιβλιοθήκη είναι και αυτά λιγοστά, οι συζητήσεις για ένα καλό βιβλίο σπανίζουν.

            Σε μια πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε στη χώρα μας σε τυχαίο δείγμα 1.500 προσώπων στις αρχές του 2022 από τον Ο.Σ.Δ.Ε.Λ. (Οργανισμός Συλλογής Διαχείρισης Έργων του Λόγου), τα ευρήματα αποτυπώνουν με στατιστική ακρίβεια όσα οι περισσότεροι διαπιστώνουμε από τον εαυτό μας και το περιβάλλον μας. Το μέσο όρο των Ελλήνων έχει διαβάσει από 2 έως 5 βιβλία, ενώ τα μισά νοικοκυριά τις χώρας θησαυρίζουν από 0 έως 60 βιβλία, αριθμός που χαρακτηρίζεται ως χαμηλός. Το ποσοστό αυτό αντικατοπτρίζει σχεδόν απόλυτα την παιδική/εφηβική βιβλιοθήκη των ερωτώμενων, οι μισοί εκ των οποίων είχαν από 0 έως 20 βιβλία κατά τη νεανική τους ηλικία, αριθμός επίσης χαμηλός. Παράλληλα, αναμενόμενα ήταν και τα ευρήματα σχετικά με την τηλεόραση, καθώς το 75% των Ελλήνων παρακολουθεί τουλάχιστον 1.5 ώρα την ημέρα –καθημερινές και Σαββατοκύριακα. Όσον δε αφορά το internet, τα ποσοστά καθημερινής και πολύωρης χρήσης μέσω του κινητού τηλεφώνου που αποτελεί πια προέκταση του χεριού μας είναι συντριπτικά, κυρίως για τις νεαρές ηλικίες οι οποίες κάνουν εκτεταμένη χρήση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Δεδομένων των παραπάνω, αναμενόμενο είναι οι Έλληνες να εμφανίζονται ως μη εντατικοί ή μέτριοι αναγνώστες κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου, επειδή δεν τους αρέσει το διάβασμα ή δεν έχουν βρει το κατάλληλο βιβλίο.

            Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή έρευνα στην οποία -τύχη αγαθή- συμμετείχα και εγώ, παρουσιάζει και άλλα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τους δημογραφικούς δείκτες του δείγματος, το κοινωνικό επίπεδο, τις σπουδές και το οικονομικό προφίλ των αναγνωστών, τις προτιμήσεις τους, τον τρόπο απόκτησης ή δανεισμού βιβλίων, το χρόνο και τον τρόπο ανάγνωσης κ.α., τα οποία μπορεί κανείς να διαβάσει αναλυτικά στη δημοσιευμένη μελέτη που κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο.

            Πέραν όμως των ερευνών και της στατιστικής, η προσωπική μου εμπειρία, περισσότερο ως γονέα και λιγότερο ως βιβλιοθηκονόμου, υποδεικνύει πως ο ισχυρότερος παράγοντας που ωθεί τους ανθρώπους στον ένα ή στον άλλο δρόμο, στη μία ή στην άλλη συνήθεια είναι το παράδειγμα. Ο τρόπος της ζωής μας, η καθημερινότητά μας, οι επιλογές μας, ο λόγος μας είναι αυτός που θα κινήσει τους άλλους και οι αφορμές που θα κινήσουν εμάς. Είδαμε νωρίτερα στο γεμάτο αλήθεια και αμεσότητα βίντεο των μαθητών του Χάρη, πως οι μαθητές του βρίσκονται πάνω από το μέσο όρο των αναγνωστών της εποχής μας. Στο βαθμό που αναλογούσε στον καθηγητή τους, ο λόγος του -μα κυρίως το παράδειγμά του- επηρέασε τους μαθητές με αποτέλεσμα η ευλογημένη συνήθεια της ανάγνωσης να γίνει μέρος της ζωής τους.

            Επιτρέψτε μου το χαρακτηρισμό ευλογημένη, γιατί καθώς είπε ο Αργεντίνος λογοτέχνης Χόρχε Λουίς Μπόρχες «πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης». Οι βιβλιοθήκες, ιδιωτικές ή δημόσιες, είναι τόποι ειρήνης και ησυχίας. Θα μπορούσαμε να πούμε σιωπής. Σαν την Omerta του Χάρη. Συνωμοτούν για να δημιουργήσουν έναν κόσμο γνώσης και φαντασίας, έναν κόσμο που ζει κάθε φορά όταν τα μάτια ενός αναγνώστη διέρχονται τις γραμμές ενός βιβλίου. Πολύ εύστοχα έχει λεχθεί, πως «το καλύτερο σε ένα βιβλίο δεν είναι οι λέξεις που περιέχει, αλλά οι σκέψεις που προκαλεί» για να επιβεβαιώσει ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι πως «ένα βιβλίο διαβασμένο από χίλιους αναγνώστες είναι χίλια διαφορετικά βιβλία».

            Σε έναν κόσμο που ψηφιοποιείται με ταχύτατους ρυθμούς, το βιβλίο και μάλιστα το έντυπο βιβλίο, προσφέρει την ισορροπία που απαιτείται μεταξύ του άυλου και του υλικού πολιτισμού μας. Κάθε έντυπο βιβλίο κουβαλά και μια πολύ προσωπική ιστορία που γνωρίζουν μόνο οι κάτοχοι και ίσως οι μελλοντικοί αναγνώστες του τεκμηρίου. Αυτές οι πολύ προσωπικές ιστορίες, οι μικροστιγμές του καθενός από εμάς, διαπερνούν το χρόνο αόρατα και συνοδεύουν τις ζωές μας με μνήμες ή σκέψεις που δημιουργήθηκαν για να υπάρχουν στο χώρο και στο χρόνο του αιώνιου.

            Παράλληλα, το έργο των συγγραφέων, ειδικά των λογοτεχνών που απολαμβάνουν και τη μεγαλύτερη απήχηση μεταξύ του αναγνωστικού κοινού, δεν είναι μονάχα η συνέχιση μιας υπερχιλιόχρονης παράδοσης που φτάνει τουλάχιστον έως τον Όμηρο. Είναι η προσφορά στον σύγχρονο κόσμο της ανεκτίμητης φαντασίας -η οποία είναι πιο σημαντική από τη γνώση κατά τον Αϊνστάιν- και λείπει από την ολοένα και πιο πεζή καθημερινότητά μας. Είναι η δυνατότητα για νοητά ταξίδια σε τόπους που μπορεί να μην έχουμε επισκεφθεί ποτέ, ή η αφορμή για ένα πραγματικό ταξίδι. Τα βιβλία είναι επίσης μαγικά, καθώς μπορούν να διεγείρουν τις πέντε αισθήσεις χωρίς την ύπαρξη ερεθίσματος από το φυσικό περιβάλλον. Τελικά -μαζί με όλες τις τέχνες που αποσκοπούν στην παρουσίαση του Αγαθού κατά τον Πλάτωνα- αποτελούν τον τρόπο της προσωπικής μας αναβάθμισης, της καλλιέργειας της αισθητικής μας που τόσο έχουμε ανάγκη. Η λογοτεχνία για συγγραφείς και αναγνώστες δεν είναι ρομαντισμός, ούτε πολυτέλεια. Είναι η παγκόσμια omerta στο δικαίωμα μιας καλύτερης ζωής.

 

Ευάγγελος Θεοδώρου

Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Να θυμάσαι την Αγάπη


Κάθε φορά, να θυμάσαι την Αγάπη.

Θα έρθουν μέρες, που ήδη ήρθαν,

και θα μας χωρίσουνε στα δυό.

Θα δείξουν τον αδερφό σου επικίνδυνο και θα σε εκπαιδεύσουν να τον μισήσεις.

Είτε βρεθείς με εκείνους που θα μπορούν, είτε μ’ εκείνους που όχι, να θυμάσαι πάντα την Αγάπη.

Την Αλήθεια και το Φως.

Την Αιτία και τον Σκοπό του Κόσμου.

Το Γιατί της Ζωής.

Στον παράδεισο, μου είπε ο ασκητής καλόγερος, πάμε μαζί με τους άλλους, ποτέ μονάχοι.

Αυτό είναι οι άλλοι, ο κάθε άλλος. Ο παράδεισος.


Θα έρθουν μέρες, που ήδη ήρθαν,

δύσκολες πολύ.

Εσύ να θυμάσαι την Αγάπη.

 

Ευάγγελος Θεοδώρου

 

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Μάταιες ελπίδες;

           Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον τόπο όπου ο Σωκράτης, ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές της ανθρωπότητας, διαπίστωσε με  ειλικρίνεια πως το μόνο που γνωρίζει είναι ότι δε γνωρίζει τίποτα, ενώ σήμερα -στον ίδιο τόπο- όλοι τα ξέρουν όλα! Πως να μην ταράσσονται τα μέσα μου από μια τέτοια αντίθεση;

      Οι κάθε λογής γιατροί, χωρίς ίχνος επιστημονικής αιδούς, ξέρουν τα πάντα και απαιτούν σαδιστικά από τους ανειδίκευτους να αποδεχθούν τη γνώμη τους ακόμα κι όταν οι εξελίξεις ξεγυμνώνουν τις απόψεις τους. Το κράτος της εξουσίας, με μακροχρόνια εμπειρία στην καταδινάστευση του τόπου, διατάζει και ο λαός είναι υποχρεωμένος να εκτελεί, κι ας στερούνται οι διαταγές κοινής λογικής. Οι κάθε λογής πνευματικοί ηγήτορες, κραδαίνοντας τη ράβδο της πατερικής αυθεντίας (άγνωστο ποιος τους την παρέδωσε), απαιτούν υπακοή κι ας είναι η Εκκλησία ποίμνιο λογικών προβάτων. Ως φυσικό επακόλουθο (που ίσως και να προηγείται των παραπάνω), η συντριπτική πλειοψηφία των νεοελλήνων ανεξαρτήτως ηλικίας και γνώσεων, ξέρει όλα όσα οι άλλοι κρύβουν κι έτσι γίνονται κι αυτοί δικαιωματικά αυθεντίες στα πάντα.

        Το μέγεθος βέβαια της αυθεντίας όλων των παραπάνω, αποκαλύπτει και το ισόποσο μέγεθος της υποκρισίας τους. Γιατί αποτελεί κοινό τόπο πια ο λόγος του Κυρίου (στις ημέρες μας και τηλεοπτικό ή φωτογραφικό αποδεικτικό) πως όποιος διυλίζει το κουνούπι για τους άλλους, καταπίνει για τον εαυτό του μια καμήλα. Και με μια καμήλα στην κοιλιά οι περισσότεροι από εμάς, δυστυχώς, είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε γιατί τέτοιο βάρος δε χωνεύεται.

            Δεν ακούστηκε, νομίζω, ένα ειλικρινές και αντρίκιο συγγνώμη από κανέναν και για τίποτα. Να παραδεχθεί έστω ένας την ανεπάρκειά του, την αστοχία του, την επιπολαιότητά του ή απλά την ανθρώπινη αδυναμία του. Να εμφανιστεί δημοσίως μια από τις ψυχές του δημόσιου βίου (θα το περίμενα πρώτα από κάποιον ρασοφόρο) να δηλώσει μετανοιωμένος για μια λάθος απόφαση, μια λάθος παρότρυνση, μια λάθος επιλογή, μια λάθος απραξία. Είναι τουλάχιστον παράξενο το πως, ενώ κανείς δεν κάνει κανένα λάθος σε αυτό τον παντέρμο τόπο και όλοι τα ξέρουν όλα σωστά, η χώρα, η κοινωνία, ο καθένας από εμάς να οδηγείται κάθε μέρα από το κακό στο χειρότερο.

       Βαρέθηκα τους παντογνώστες. Αυτούς που εγκαλούν όλους τους άλλους γιατί δεν συμφωνούν μαζί τους. Αυτούς που απαιτούν με το ζόρι να γίνει το δικό τους. Αυτούς που με ύφος Καίσαρα διεκδικούν για τον εαυτό τους πιστούς υπηκόους.  Βαρέθηκα. Είμαστε μια κοινωνία βαρύτατα ασθενούσα που πάσχει από οξεία αυτοάνοση σύγχυση και παράνοια, εξαιτίας μακροχρόνιας εξουσιαστικής έπαρσης και δικαιωματισμού. Να η ταυτότητα της πανδημίας που χτυπάει σφοδρά τη χώρα μας, και τον πλανήτη ολάκερο. Κανονικός μαύρος θάνατος, που παίρνει καθημερινά στο βασίλειο του Άδη χιλιάδες ψυχές. Και ποιός θα μας σώσει από ετούτη την καταστροφή;

      Φαντάστηκα έναν κόσμο διαφορετικό. Ζήτησα να ‘ναι η αγάπη και η ομορφιά τα κριτήρια του σωστού και του λάθους. Να οδηγούνται δηλαδή στο δικαστήριο δυό πρόσωπα για το μέτρο της αγάπης τους και να καταδικάζεται εκείνο που θυσιάστηκε λιγότερο για τον αδερφό. Να υπάρχει κι ένας νόμος, που να θέτει την ομορφιά ως κριτήριο για το ποιός ζει σαν ανθός μέσα στην κοινωνία και να υποχρεώνει τους κατοίκους του λειμώνα να καλλιεργούν εφ’ όρου ζωής το χώμα τους μέχρι να ανθίσουν τελειωτικά.

        Φαντάστηκα έναν κόσμο όπου η Ελευθερία (η Ανάσταση με άλλα λόγια) θα σημαίνει μονάχα το δικαίωμα στον Έρωτα και στο Φως, κι όχι την απαλλαγή από αλλοπρόσαλλους περιορισμούς που οι ίδιοι θέσαμε. Ελευθερία όπου θα μπορεί ο καθένας να ζήσει ανεμπόδιστα τον έρωτα για τις τέχνες, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, τη φύση, την κοινωνία με τα πρόσωπα, τον Θεό. Και Φως. Εξωτερικό ή εσωτερικό, οφθαλμοφανές ή μυστικό, κτιστό ή άκτιστο, μαγιάτικης ανατολής ή δειλινού.

        Μάταιες ελπίδες; Ίσως. Δε γνώρισα όμως κάποιον άλλο λόγο σοβαρό, για να βαραίνω με την παρουσία μου τη γη. Άλλωστε, μόλις χθες και σήμερα και αύριο ξανά, ο Χριστός ανασταίνεται. Αυτός ο τόσο Ξένος, που φαντάζει περιττός μπροστά στις δική μας παντογνωσία. Αυτός, ο Νικητής του βιολογικού και του πνευματικού θανάτου, που κάλεσε όσους ζητάνε Ζωή να αφήσουν πρώτα τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους και να ύστερα να Τον ακολουθήσουν. Γιατί είναι πολλοί που πεθαίνουν στα δεκαοχτώ αλλά τους θάβουν στα ογδόντα όπως γράφτηκε σε κάποιον τοίχο στην Αθήνα. Χριστός Ανέστη, ευτυχώς! Τώρα πια τα πάντα είναι ολόγιομα από φως...

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Πρέπει να φτιάξουμε παράδεισο

Ο σύγχρονος πολιτισμός έχει από καιρό καταρρεύσει· σχεδόν ολοκληρωτικά. Οι λιγοστές αύρες ποιότητας έχουν πάρει τα βουνά ή κρύφτηκαν στα αθέατα του κόσμου για να συνεχίσουν να παλεύουν τη φθορά και να αντιστέκονται στην αποσύνθεση. Κι έτσι, στη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση που ανέτειλε για την ανθρωπότητα, σχεδόν τίποτα δεν κατάφερε να κρατηθεί ορθό με αξιοπρέπεια. Ας το πάρουμε απόφαση. Η φωτιά ήρθε για να κάψει τα ξερά και θα τα κάψει. Όλα. Ακόμα και αυτά που πουλιούνται στις βιτρίνες για χλωρά.

    Μέσα σε έναν ημερολογιακό χρόνο χάθηκε κάθε βεβαιότητα που με τόση αυταρέσκεια καλλιεργούσαμε για χρόνια και έμεινε η αλήθεια ολόγυμνη να μας κοιτάζει με προφανή ευχαρίστηση. Πρώτος απ’ όλους κατέρρευσε ο στυγνός ορθολογισμός της επιστήμης και από κοντά ο -πέραν κάθε ιδεολογικής φαντασίας- υλισμός της ζωής. Το γύρισμα του χρόνου βρήκε την ανθρωπότητα σοκαρισμένη, διαμαρτυρόμενη, ανήμπορη και παντελώς ανίκανη να σώσει όσα με τόση περηφάνια δημιούργησε. «...Αλλά συνέδραμε τοις καμάτοις ο χρόνος [...] και εν αυτώ το λιμένι υπέμεινε το ναυάγιον. Συνακολουθεί γαρ ταις ματαίες ελπίσι καταγελών ο θάνατος...» (Μέγας Βασίλειος).

    Τη χρονιά που πέρασε ζήσαμε μιαν αλλόκοτη πανδημία παράνοιας γεμάτη ετερόκλητες κραυγές, ακατάσχετη τρομοκρατία, γενική συνωμοσιολογία και ακραία καταστολή. Την ασθένεια δεν την λογαριάζω για πανδημία αφού ο θάνατος βασιλεύει έξω από τον κήπο της Εδέμ από τότε που δυό άνθρωποι αποφάσισαν να γίνουνε Θεοί δίπλα ή και πάνω από τον Έναν. Την πανδημία όμως της παράνοιας που έχει πλήξει κάθε γωνιά του πλανήτη και της πατρίδας μου την λογαριάζω δυό φορές για θανατικό και ποιος θα μας γλιτώσει από δαύτο;

    Μέσα στην ασύστολη -και ανήθικη- φίμωση κάθε απόπειρας για σωφροσύνη, κοινή λογική και ψυχραιμία, το μαθηματικό μοντέλο της ιστορίας προαναγγέλλει με χρησμό αλάνθαστο το πολύ κοντινό μέλλον. «Θα δεις το αίμα να κυλάει στο αυλάκι σα νερό». Αν ακούει κάποιος εκεί έξω, πες του σε παρακαλώ να τρέξει να βρει το Καταφύγιο. Όταν τελειώσει η συμφορά πρέπει να είμαστε κάμποσοι γεροί να φτιάξουμε παράδεισο. Και θα τον φτιάξουμε. 

                                                 Θεοδώρου Ευάγγελος




Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Θεός σχωρέσ' τους ήρωες!


«…Κοντολογίς, νὰ μποροῦσαν καὶ τὴ σημασία τῶν λαῶν νὰ τὴ μετρᾶνε ὄχι ἀπὸ τὸ πόσα κεφάλια διαθέτουνε γιὰ μακέλεμα, ὅπως συμβαίνει στὶς μέρες μας, ἀλλὰ ἀπ᾿ τὸ πόση εὐγένεια παράγουν, ἀκόμη καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ δυσμενεῖς καὶ βάναυσες συνθῆκες…» (Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Οδ. Ελύτης)

     Αυτή την ευγένεια, την τόσο παράταιρη μέσα στην απόλυτη βαρβαρότητα του πολέμου, την είδα με τα μάτια μου στα μάτια των παππούδων μου, όταν μου διηγούνταν ο καθένας τις δικές του θύμησες από τον πόλεμο του ’40.

      Για τον παππού τον Βαγγέλη, η ευγένεια παρήγαγε ηρωισμό εκείνες τις ημέρες. Σαν τους βυζαντινούς πρίγκιπες ή τους μυθικούς ήρωες της αρχαϊκής εποχής, που ο ηρωισμός στο πεδίο των μαχών αποδείκνυε την ευγενή καταγωγή τους. Μια πατρίδα ευγενών ήταν η Ελλάδα πριν 80 χρόνια. Φτωχών ή και πάμφτωχων κατοίκων· μα ευγενών. Πολέμησε κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή και είχε την γενναιότητα να αμυνθεί του πατρίου εδάφους, που πολλές φορές χάιδεψε με το μάγουλό του όταν έπεφτε στο υγρό χώμα να προστατευθεί από τα στούκας του εχθρού. Περιέγραφε με καμάρι την ημέρα που η διμοιρία του συνέλαβε αιχμαλώτους καμιά σαρανταριά Ιταλούς, ανάμεσά τους και κάμποσους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς.

     Για τον παππού τον Λιά, η ευγένεια παρήγαγε μια μεγαλοσύνη, που δύσκολα μπορούν έστω να συλλάβουν την ύπαρξή της οι εξουσιαστές του κόσμου. Υπηρέτησε στους φούρνους, μακριά από το μέτωπο, ταΐζοντας με ψωμί τις χιλιάδες των πολεμιστών που τάιζαν με τη ζωή τους την πατρίδα. Άνθρωπος που δεν μπήκε στην ιστορία με πόλεμο, μα «στὴ ζωὴ μὲ τὸν ἥλιο στὴν κοιλιά». Γύρισε από την Ήπειρο με τα πόδια την άνοιξη του ’41 μαζί με άλλους συγχωριανούς και κοντοχωριανούς του, διασχίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη την πατρίδα που άνθιζε.

      Το δαχτυλικό τους αποτύπωμα εμπεριείχε την πίστη στον Θεό και την απόλυτη βεβαιότητα πως η Παναγία της Νίκης ήταν παρούσα εκείνες τις περήφανες ημέρες στις τάφρους και στα υψώματα, στις πυκνές γραμμές άμυνας και στα φορεία, στα στρατόπεδα και στις μακρές πορείες των Ελληνίδων. Εκείνων που κουβαλώντας πολεμοφόδια, στρατιώτες και τρόφιμα στις βουνοπλαγιές, αποκαθήλωναν από το βάθρο της γενναιότητας της σκληροτράχηλες αρχαίες Σπαρτιάτισσες.

            Ετούτος ο τόπος -που σήμερα το πρωί σαν ξύπνησα αντίκρισαν τα μάτια μου- γέννησε μαζί με τόσους άλλους ήρωες και τους δυο παππούδες μου, που έγραψαν με καθαρό χρυσάφι το όνομά τους στο χειρόγραφο της ιστορίας, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι γνωστοί και άγνωστοι γόνοι της ομηρικής κοιλάδας και των βουνών που την περιβάλουν. Μου λείπουν. Πολύ. Και δυστυχώς μου λείπει κι εκείνη η ευγένεια που πρέπει πια να περπατήσει κανείς πολύ για να την βρει. Θεός σχωρέσ' τους ήρωες!

Ευάγγελος Θεοδώρου