Θυμάμαι καθαρά την εποχή της μεγάλης μου αναζήτησης κι αυτό το «επί γης» θαρρώ πως ήρθε σαν λύτρωση σε
μιαν απαίτηση επιτακτική. Ένας Θεός εξ αποστάσεως που μου συνέστησαν, από εκεί ψηλά, με άφηνε με το πλατωνικό
απωθημένο του «Θεός ανθρώπω ου μείγνυται»(2). Στη ζωή
κατάλαβα νωρίς: μοναχά σαν χτίσω σχέση ουσιαστική μπορώ να προχωρήσω. Όχι από
δειλία ή φόβο, μα από ανάγκη υπαρκτική. Αν υπάρχεις Θεέ μου και με έφτιαξες και
είμαι εδώ ζωντανός με τις πέντε μου αισθήσεις, ζητώ με αυτές να Σε συναντήσω,
να Σε νιώσω, να Σου μιλήσω.
Αυτό το «επί γης» είναι απόδειξη πως «υπεραναβέβηκεν αγάπη κρίσεως»(3) ο Θεός «δια το αγιασθήναι τω ανθρωπίνω του Θεού τον
άνθρωπον»(4). Κι έτσι ξέρω πια πως δεν
ήρθε να με κρίνει, αλλά να ντυθεί το φύραμα μου για να δημιουργήσουμε μαζί, να
σχεδιάσουμε το μέλλον μου, να αγιάσει κάθε παραμικρό μου θέλω. Και μέσα εκεί,
σε αυτή την αγκάλη, να μπορώ να αγαπήσω και να ξέρω πως κάθε μου έρωτας θα
βρίσκει κατάλυμα στον έρωτα Του.(5) Ήρθε «μορφήν δούλου λαβών»(6) για να αδειάσει τον ωκεανό της θεότητας Του μέσα στη
δική μου πραγματικότητα κι έτσι να γνωρίσω το δικαίωμα μου στο «καθ’ ομοίωσιν»(7).
Αυτή η τρέλα του «επί γης» είναι απόδειξη πως πριν
πιστέψω εγώ σε Αυτόν, πιστεύει Αυτός σε μένα κόντρα σε κάθε λογική. Με
αποδέχεται όπως είμαι με τα στραβά κι ανάποδα μου γιατί πιστεύει πως «μπορώ να υπάρχω ολόκληρος μέσα στη σχέση
αυτή, όχι να είμαι απλά ένα καλό παιδί ή ένας συγχωρεμένος»(8). Κι ας προδίδω την αγάπη Του. Κι ας απομακρύνομαι με την ελευθερία που μου
χάρισε. Κι ας αρνούμαι ακόμα κι ότι Υπάρχει.
Αυτή Του η εμπιστοσύνη
γεννά τη δική μου πίστη για Εκείνον και με λιώνει σαν κερί γιατί ποτέ δεν
φάνηκα αντάξιος της αφοσίωσης Του. Στα όρια της ανθρώπινης κατανόησης γνώρισα
μαζί με τον υμνωδό πως «ἄσαρκος γὰρ ὢν, ἐσαρκώθη
ἑκών· καὶ γέγονεν ὁ Ὢν ὃ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς· καὶ μὴ ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ
ἡμετέρου φυράματος»(9). Σε αυτήν εδώ ακριβώς την ενσάρκωση ξεκινά η
ανθρώπινη ιστορία από την αρχή με τη δική μου συμμετοχή, τη δική μου
συγκατάβαση, το δικό μου ανθρώπινο μεγάλο ναι.
Αυτό το αλλόκοτο μυστήριο
που παρακολουθώ εμπρός μου δεν είναι γεγονός που κάποτε συνέβη και ψάχνω τρόπο
να πιαστώ. Είναι σε χρόνο ενεστώτα χτίσιμο γέφυρας με σκοπό να συναντήσω εδώ,
στην καθημερινότητα μου, τον Μεγάλο Επισκέπτη και μαζί Του να περάσω απέναντι,
στη δική του αχρονία. Αυτή ακριβώς η διάβαση είναι που κάνει τα Χριστούγεννα
γιορτή!
Μιαν ανάμνηση την εξαντλεί κανείς
σε μια κουβέντα, σε έναν στοχασμό αν θέλεις βαθύτερο, σε ένα συμπόσιο λογίων
εκλεπτυσμένο. Και από τέτοιες αναμνήσεις μέλλοντος αδειανές, μπουχτίσαμε θαρρώ.
Του Χριστού η γέννα είναι γιορτή γιατί διαδραματίζεται στο εδώ και στο τώρα μου
που ελεύθερα μπορώ να πραγματώσω, εν Θεώ. Του Χριστού η Γέννα είναι γιορτή γιατί
ευωδιάζει απ’ των ποιμένων το σπήλαιο κιόλας, Ανάσταση, κι ας περνάει πρώτα απ’
το Σταυρό. Του Χριστού η Γέννα είναι γιορτή γιατί η βρεφικότητα της φάτνης
σταλάζει Ήλιο σε κάθε επί γης ανθρώπινο καλωσόρισμα. Κι αν το καλοσκεφτείς, η
Γέννα του Χριστού είναι γιορτή γιατί κάθε τι που όντως γεννάται έχει εκ
προοιμίου νικήσει τον θάνατο. «ὅπου Θεὸς δὲ βούλεται,
νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται. Χριστὸς ἐτέχθη, ἐκ τῆς Παρθένου, ἐν Βηθλεὲμ
τῆς Ἰουδαίας».(10)
1. Ειρμός Ενάτης Ωδής, Καταβασίες Χριστουγέννων,
ελεύθερη απόδοση
2. Πλάτων, Συμπόσιο, 203a, Αναβαθμοί φιλοσόφου έρωτος
3. Πατερική θεολογία
4. Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
5. Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας
6. Προς Φιλιππησίους, κεφ. 2, στ. 7
7. Γενέσεως, κεφ. 1, στ. 26
8. «Σε τι μας χρειάζεται η ενσάρκωση», π. Νικόλαος
Λουδοβίκος
9. Τρίτο κάθισμα, Όρθρος Χριστουγέννων
10. Πρώτο κάθισμα, Όρθρος
Χριστουγέννων
Ευάγγελος Θεοδώρου
Άρθρο για το περιοδικό «Όσιος
Νίκων ο Μετανοείται» τ. Οκτ-Νοε-Δεκ. 2015