Κατασκήνωση Ταϋγέτης, καλοκαίρι του δυό χιλιάδες πέντε. Μεσημέρι
ήτανε θυμάμαι κι ήμουν ξαπλωμένος στο μονόκλινο, τ’ άλλα κουκέτες, κρεβάτι του
ομαδάρχη. Δεν είχα ύπνο. Άλλα παιδιά κοιμόντουσαν, άλλα ψιθύριζαν στο σεβασμό
του μεσημεριανού σιωπητηρίου. Πήρα στυλό και χαρτί να γράψω, χρόνια είχα να γράψω.
Θυμάμαι σαν τώρα μιαν ελαφρά ταχυπαλμία, ένα εσωτερικό βουητό όπως ο θόρυβος
που κάνει το νερό σαν κατεβαίνει τον Ξεριά στη πρώτη νεροποντή. Εκεί στον τόπο
που αγάπησα με πάθος έγραψα τους παρακάτω στίχους μια κι έξω, που γίνηκαν αμέσως
τραγούδι, γινήκαν προσευχή, αύρα λεπτή της παρουσίας Του…
Άγγελε μου
Τρόμαξαν τα μάτια απ’ τη πληγή του κόσμου
πέθαναν τα όνειρα που έκανα μικρός
γύρισε ο άνεμος που φύσαγε πρίμος
και τώρα μανιασμένος φυσάει κι αυτός…
Μα είναι ο Θεός κρυμμένη ελπίδα
σε όσα δεν είδα και θέλω να δω
Τι κι αν φοβάμαι, τι κι αν δακρύζω
ελπίζω άγγελε μου ελπίζω
και σαν ξημερώσει κι ανοίξω τα μάτια
δυνατά θα φωνάξω πως θέλω να ζω
Άγγελε μου
φύλαξε μου
όσα ελπίζω
κι όσα ζω
Ευάγγελος Θεοδώρου
Ιούλιος 2005, εικοσιδύο χρονών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου