Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον τόπο όπου ο Σωκράτης, ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές της ανθρωπότητας, διαπίστωσε με ειλικρίνεια πως το μόνο που γνωρίζει είναι ότι δε γνωρίζει τίποτα, ενώ σήμερα -στον ίδιο τόπο- όλοι τα ξέρουν όλα! Πως να μην ταράσσονται τα μέσα μου από μια τέτοια αντίθεση;
Οι κάθε λογής γιατροί, χωρίς ίχνος επιστημονικής αιδούς, ξέρουν τα πάντα και απαιτούν σαδιστικά από τους ανειδίκευτους να αποδεχθούν τη γνώμη τους ακόμα κι όταν οι εξελίξεις ξεγυμνώνουν τις απόψεις τους. Το κράτος της εξουσίας, με μακροχρόνια εμπειρία στην καταδινάστευση του τόπου, διατάζει και ο λαός είναι υποχρεωμένος να εκτελεί, κι ας στερούνται οι διαταγές κοινής λογικής. Οι κάθε λογής πνευματικοί ηγήτορες, κραδαίνοντας τη ράβδο της πατερικής αυθεντίας (άγνωστο ποιος τους την παρέδωσε), απαιτούν υπακοή κι ας είναι η Εκκλησία ποίμνιο λογικών προβάτων. Ως φυσικό επακόλουθο (που ίσως και να προηγείται των παραπάνω), η συντριπτική πλειοψηφία των νεοελλήνων ανεξαρτήτως ηλικίας και γνώσεων, ξέρει όλα όσα οι άλλοι κρύβουν κι έτσι γίνονται κι αυτοί δικαιωματικά αυθεντίες στα πάντα.
Το μέγεθος βέβαια της αυθεντίας όλων των παραπάνω, αποκαλύπτει και το ισόποσο μέγεθος της υποκρισίας τους. Γιατί αποτελεί κοινό τόπο πια ο λόγος του Κυρίου (στις ημέρες μας και τηλεοπτικό ή φωτογραφικό αποδεικτικό) πως όποιος διυλίζει το κουνούπι για τους άλλους, καταπίνει για τον εαυτό του μια καμήλα. Και με μια καμήλα στην κοιλιά οι περισσότεροι από εμάς, δυστυχώς, είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε γιατί τέτοιο βάρος δε χωνεύεται.
Δεν ακούστηκε, νομίζω, ένα ειλικρινές και αντρίκιο συγγνώμη από κανέναν και για τίποτα. Να παραδεχθεί έστω ένας την ανεπάρκειά του, την αστοχία του, την επιπολαιότητά του ή απλά την ανθρώπινη αδυναμία του. Να εμφανιστεί δημοσίως μια από τις ψυχές του δημόσιου βίου (θα το περίμενα πρώτα από κάποιον ρασοφόρο) να δηλώσει μετανοιωμένος για μια λάθος απόφαση, μια λάθος παρότρυνση, μια λάθος επιλογή, μια λάθος απραξία. Είναι τουλάχιστον παράξενο το πως, ενώ κανείς δεν κάνει κανένα λάθος σε αυτό τον παντέρμο τόπο και όλοι τα ξέρουν όλα σωστά, η χώρα, η κοινωνία, ο καθένας από εμάς να οδηγείται κάθε μέρα από το κακό στο χειρότερο.
Βαρέθηκα τους παντογνώστες. Αυτούς που εγκαλούν όλους τους άλλους γιατί δεν συμφωνούν μαζί τους. Αυτούς που απαιτούν με το ζόρι να γίνει το δικό τους. Αυτούς που με ύφος Καίσαρα διεκδικούν για τον εαυτό τους πιστούς υπηκόους. Βαρέθηκα. Είμαστε μια κοινωνία βαρύτατα ασθενούσα που πάσχει από οξεία αυτοάνοση σύγχυση και παράνοια, εξαιτίας μακροχρόνιας εξουσιαστικής έπαρσης και δικαιωματισμού. Να η ταυτότητα της πανδημίας που χτυπάει σφοδρά τη χώρα μας, και τον πλανήτη ολάκερο. Κανονικός μαύρος θάνατος, που παίρνει καθημερινά στο βασίλειο του Άδη χιλιάδες ψυχές. Και ποιός θα μας σώσει από ετούτη την καταστροφή;
Φαντάστηκα έναν κόσμο διαφορετικό. Ζήτησα να ‘ναι η αγάπη και η ομορφιά τα κριτήρια του σωστού και του λάθους. Να οδηγούνται δηλαδή στο δικαστήριο δυό πρόσωπα για το μέτρο της αγάπης τους και να καταδικάζεται εκείνο που θυσιάστηκε λιγότερο για τον αδερφό. Να υπάρχει κι ένας νόμος, που να θέτει την ομορφιά ως κριτήριο για το ποιός ζει σαν ανθός μέσα στην κοινωνία και να υποχρεώνει τους κατοίκους του λειμώνα να καλλιεργούν εφ’ όρου ζωής το χώμα τους μέχρι να ανθίσουν τελειωτικά.
Φαντάστηκα έναν κόσμο όπου η Ελευθερία (η Ανάσταση με άλλα λόγια) θα σημαίνει μονάχα το δικαίωμα στον Έρωτα και στο Φως, κι όχι την απαλλαγή από αλλοπρόσαλλους περιορισμούς που οι ίδιοι θέσαμε. Ελευθερία όπου θα μπορεί ο καθένας να ζήσει ανεμπόδιστα τον έρωτα για τις τέχνες, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, τη φύση, την κοινωνία με τα πρόσωπα, τον Θεό. Και Φως. Εξωτερικό ή εσωτερικό, οφθαλμοφανές ή μυστικό, κτιστό ή άκτιστο, μαγιάτικης ανατολής ή δειλινού.
Μάταιες ελπίδες; Ίσως. Δε γνώρισα όμως κάποιον άλλο λόγο σοβαρό, για να βαραίνω με την παρουσία μου τη γη. Άλλωστε, μόλις χθες και σήμερα και αύριο ξανά, ο Χριστός ανασταίνεται. Αυτός ο τόσο Ξένος, που φαντάζει περιττός μπροστά στις δική μας παντογνωσία. Αυτός, ο Νικητής του βιολογικού και του πνευματικού θανάτου, που κάλεσε όσους ζητάνε Ζωή να αφήσουν πρώτα τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους και να ύστερα να Τον ακολουθήσουν. Γιατί είναι πολλοί που πεθαίνουν στα δεκαοχτώ αλλά τους θάβουν στα ογδόντα όπως γράφτηκε σε κάποιον τοίχο στην Αθήνα. Χριστός Ανέστη, ευτυχώς! Τώρα πια τα πάντα είναι ολόγιομα από φως...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου